Τον Αύγουστο του 1620 μια μικρή ομάδα Πουριτανών, εκδιωγμένων από τη Βρετανία εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, ξεκινούσε για την αναζήτηση καινούριας πατρίδας. Μετά από ένα εξοντωτικό ταξίδι εννέα εβδομάδων οι άποικοι κατόρθωσαν να θέσουν τα θεμέλια του πρώτου αμερικανικού οικισμού στο σημερινό Plymouth της Μασαχουσέτης. Αποδεκατισμένοι από την πείνα και τις κακουχίες του πρώτου χειμώνα στράφηκαν στους ιθαγενείς, οι οποίοι τους παρείχαν πολύτιμες συμβουλές επιβίωσης, όπως και καλαμπόκι για σπορά. Ένα χρόνο μετά, το 1621, η κοινότητα αποφάσισε την καθιέρωση της Ημέρας των Ευχαριστιών, προκειμένου να εορτάζεται η ευδοκίμηση της σοδειάς και η επιβίωση σε μία πατρίδα απαλλαγμένη θρησκευτικών εντάσεων και διωγμών.
Από τις περισσότερες ιστορικές αφηγήσεις που σχετίζονται με την εγκατάσταση των Πουριτανών εκφεύγει το γεγονός πως οι άποικοι του Plymouth αντιμετώπισαν και μετά τον πρώτο χειμώνα σοβαρές ελλείψεις, μη κατορθώνοντας να δώσουν λύση στο επισιτιστικό τους πρόβλημα μέχρι το 1623, τρία χρόνια αργότερα. Παρά την πολύτιμη βοήθεια των γηγενών, η εσοδεία τα πρώτα χρόνια παρέμενε δραματικά χαμηλή, κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να αποδοθεί ούτε στις αντίξοες καιρικές συνθήκες ούτε σε ελλιπείς γνώσεις καλλιέργειας. Τη βασικότερη αιτία αποτελούσε η απουσία κινήτρων, κατάσταση άμεσα συνδεδεμένη με το σύστημα κοινοκτημοσύνης επί του οποίου είχε οργανωθεί η αποικία. Σύμφωνα με πρωτογενείς ιστορικές πηγές το σύνολο της παραγωγής και των προμηθειών άνηκε στην κοινότητα, η οποία και διένειμε επί τη βάσει της αρχής της ισότητας, ανεξάρτητα από την συμμετοχή του κάθε μέλους στην παραγωγική διαδικασία. Όλοι λάμβαναν το ποσοστό που τους αναλογούσε, ενώ η ιδιωτική καλλιέργεια γης απαγορευόταν.
Όπως περιέγραφε ο κυβερνήτης William Bradford το 1647 στο έργο Of Plymouth Plantation, το σύστημα αυτό εξέτρεφε σύγχυση και δυσαρέσκεια και απεθάρρυνε τους νεότερους από το να επενδύσουν το σύνολο του χρόνου και των δυνάμεων τους για να τραφούν οι οικογένειες των υπολοίπων. Αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο λιμοκτονίας, η κοινότητα αποφάσισε την άνοιξη του 1623 να αναθεωρήσει τη μέθοδο παραγωγής.
"On the brink of extermination, the Colony’s leaders changed course and allotted a parcel of land to each settler, hoping the private ownership of farmland would encourage self-sufficiency and lead to the cultivation of more corn and other foodstuffs."
Σε όλους παραχωρήθηκε ένα αγροτεμάχιο και το σύνολο της συγκομιδής παρέμενε στα χέρια του εκάστοτε ιδιοκτήτη, ο οποίος και έφερε πλέον την ευθύνη επιβίωσης της οικογένειας του. Η παροχή οικονομικών κινήτρων είχε θεαματικά και άμεσα αποτελέσματα, καθώς, όπως διηγείται ο Bradford, τα χέρια έγιναν όλα εργατικά και φυτεύθηκαν πολύ περισσότεροι σπόροι από τις προηγούμενες χρονιές. Η συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν πλέον διαφορετική και γυναίκες ή ανήλικοι που παλαιότερα επικαλούνταν αδυναμία και ανικανότητα έρχονταν αυτοβούλως να συνδράμουν στην καλλιέργεια. Συνεπεία αυτού οι επόμενες σοδειές υπήρξαν όλες πλεονασματικές και ο κίνδυνος λιμού έδωσε θέση στην ευδοκίμηση του οικισμού και του αμερικανικού πειράματος ακόλουθα.
Ο σεβασμός της ατομικής ιδιοκτησίας και η πρόκριση της έναντι ενός κεντρικά σχεδιασμένου συστήματος παραγωγής σημείωσε την πρώτη του νίκη ήδη από το 1623, πολλά χρόνια πριν την πτώση του Τείχους και αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο, επί του οποίου οικοδομήθηκε μια ανοικτή κοινωνία ευημερίας. Τα κατοπινά κεφάλαια του αμερικανικού έθνους μπορεί να υπήρξαν λιγότερο ή περισσότερο φωτεινά, η απόφαση όμως εκείνων των ανθρώπων έθεσε τις βάσεις, στις οποίες σήμερα εδράζεται όχι μόνο η αμερικανική, αλλά και η παγκόσμια οικονομία. Υπήρξε μια απόφαση, για την οποία σήμερα είμαστε όλοι ευγνώμονες.