Ο J. Perkins είναι μεγάλος θαυμαστής του συγγραφέα Γκράχαμ Γκριν. Αυτό δε φαίνεται μόνο από τη μνεία που του κάνει σε κάποια κεφάλαια του best seller αυτοβιογραφικού του βιβλίου “Confessions of An economic Hitman”. Γίνεται προφανές μέσα από μια απλή ανάγνωση του κειμένου που κάποιες στιγμές, φαντάζει βγαλμένο απ τα μυθιστορήματα του Γκριν. Αν θέλαμε να είμαστε πιο παραστατικοί θα λέγαμε πως το πόνημα του Πέρκινς βρίσκεται στο λογοτεχνικό εκείνο σταυροδρόμι που «ο ήσυχος Αμερικανός» συναντάει τη Ναόμι Κλάιν και το αντικαπιταλιστικό ρεύμα.
Δυστυχώς ο Perkins υποδύεται τον Γκριν και την Κλάιν με μικρή επιτυχία: Θα βρείτε μέσα στο βιβλίο πολιτική, βία, επανάσταση και σεξ. Ακόμα, φιλιππικούς κατά της εκμετάλλευσης του τρίτου κόσμου, και περιγραφές εξωτικών τοποθεσιών, που καταστράφηκαν από τις αδηφάγες Πολυεθνικές. Η γραφή όμως θα μπορούσε να ήταν και καλύτερη, πιο παραστατική και λογοτεχνίζουσα, πιο μυθιστορηματική και λιγότερο απλοϊκή. Οι δε πολιτικές αναλύσεις, φλύαρες και χιλιακουσμένες , θα σας κουράσουν πολύ πριν φτάσετε στο τέλος του βιβλίου.
Η όλη σημασία και το πολιτικό ενδιαφέρον του έργου δε βρίσκεται βέβαια στις κλισέ αντικαπιταλιστικές κορώνες του συγγραφέα , που καταλαμβάνουν μολαταύτα ένα σοβαρό μέρος του βιβλίου. Αντίθετα, ο λόγος που θα το αγοράσει κανείς είναι για να διαβάσει αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος: το ημερολόγιο ενός κοστουμαρισμένου γιάπη ο οποίος κατά δήλωση του, πέρασε τη μισή του ζωή προωθώντας τα συμφέροντα της «αυτοκρατορίας» σε βάρος του τρίτου κόσμου: Μιας εταιρειο-κρατικής αυτοκρατορίας που υποχρεώνει τις πτωχές χώρες σε ανελέητο δανεισμό και πλασματικές επενδύσεις.
Δεν πρέπει να είμαστε προκατειλημμένοι ενάντια σε τέτοιες θεωρίες, όλοι εμείς οι φίλοι της ελευθερίας. Μπορεί ο συνταγματικός Φιλελευθερισμός να άνθισε στον αγγλοσαξονικό κόσμο, αλλά τα τελευταία 300 χρόνια έχει χυθεί πολύ νερό στο αφρισμένο κρασί του. Ο Ψυχρός Πόλεμος αναντίρρητα μετέτρεψε τις ΗΠΑ σε υπομόχλιο του παγκόσμιου καπιταλιστικού κόσμου. Ο διπολισμός της τρομοκρατικής Ισορροπίας σκλήρυνε τις δομές του αμερικάνικου πολιτεύματος και επέτρεψε την ανάδυση δυνάμεων ευνοϊκών στην ιδέα της παγκόσμιας ηγεμονίας. Κανένας φιλελεύθερος δε μπορεί να εντυπωσιάζεται από τον περιορισμό των δικαιωμάτων, το πολεμοχαρές κράτος και τις αδικαιολόγητες επεμβάσεις σε τρίτες χώρες. Ο Perkins πάει ακόμα πιο μακριά: εμπνεόμενος από έναν αρκετά αγοραίο αριστερισμό, καταδικάζει τον καπιταλισμό, ως εργαλείο της αμερικανικής αυτοκρατορίας, και γρανάζι σ ένα σύστημα παγκόσμιας εξουσίας ικανό να καταστρέφει οποιονδήποτε σταθεί εμπόδιο στο πέρασμα του. Για να υποστηριχθεί όμως κάτι τέτοιο, θα πρέπει να προσκομιστούν ισχυρά στοιχεία και τα συμπεράσματα να στηθούν σε ακλόνητες βάσεις.
Υπό αυτήν την έννοια, το βιβλίο είναι μια απογοήτευση. Δε με ενόχλησε τόσο η πλήρης απουσία βιβλιογραφικών δεδομένων προς επίρρωση των ισχυρισμών του συγγραφέα. Ούτε και η έλλειψη οποιασδήποτε μεθόδου διασταύρωσης των γεγονότων, πέρα από το αυτοαναφορικό ύφος και την επίκληση της ιδιότητάς του , ως πρώτης γραμμής οικονομολόγου μεγάλης πολυεθνικής εταιρίας. Σε τελική ανάλυση, η αυτοαναφορά είναι ο λόγος που αγοράζουμε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο.
Το ενοχλητικό είναι ότι οι αναμνήσεις από ιστορικά γεγονότα και εμπειριες του συγγραφέα μοιάζουν θολές, αποσπασματικές και ατεκμηρίωτες. Τα περιστατικά που αναφέρονται δε συνοδεύονται από κάποιο στοιχειώδες έστω υλικό (από την προσωπική του αρχειοθήκη πχ) που να μας βοηθά στην βαθύτερη κατανόηση του δράματος στο οποίο συμμετείχε. Λάμπει διά της απουσίας του επίσης, και ένα ξεκάθαρο σχήμα αιτίου-αιτιατού για τα επεισόδια που περιγράφει. Η πάγια τακτική του είναι να παρουσιάζει στην αρχή του κεφαλαίου ένα κάπως θολό περιστατικό, πχ μια συνάντηση με κάποιον πολιτικό του τρίτου κόσμου για την προώθηση κάποιας σκοτεινής συμφωνίας. Από το σημείο αυτό όμως, αναλαμβάνει ο σοσιαλιστής κήρυκας να γεμίσει τα κενά. Ο συγγραφέας ξεπουλά πολύ φτηνά το χαρτί της εξομολόγησης για να αναλωθεί, σε σελίδες επί σελίδων, στην αντικαπιταλιστική ρητορική. Εδώ όμως τον προλαβαίνουμε: τα έχουμε ξανακούσει, και μας τα έχουν πει καλύτερα. Οι ανακρίβειες, άλλωστε, δε λείπουν:
Στην Ινδονησία,όπως διηγείται ο Perkins, αμερικάνικες επενδύσεις στο χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας υποθηκεύουν το μέλλον ενός λαού με απεριόριστα χρέη. Ο συγγραφέας, κατά δήλωση του, εξαπατά την εκεί κυβέρνηση, παραχαράσσοντας τους αριθμούς και παρουσιάζοντας υπερμεγεθυμένα τα προσδοκώμενα ποσοστά ζήτησης ηλ. ενέργειας (17% ανά έτος) στους ντόπιους αξιωματούχους. Λογικά θα πρέπει να ακολουθήσει μια αναφορά στις (διαλυτικές) συνέπειες του «άχρηστου» έργου στη ζωή των εξαπατημένων κατοίκων , στον πλούτο και την ευημερία της κοινωνίας. Αλίμονο, όμως, δε θα βρείτε καμιά τέτοια λεπτομερή και ακριβή περιγραφή! Αντίθετα, θα συναντήσετε ως επί το πλείστον τη γενικόλογη και φλύαρη καταδίκη του καπιταλισμού, του χρέους του τρίτου κόσμου και της εκμετάλλευσης που «γεννά».
Αυτό μας βάζει σε σκέψεις. Μια σύντομη έρευνα αποκαλύπτει πως τα τελευταία τριάντα χρόνια η ζήτηση ενέργειας στην Ινδονησία ακολούθησε περίπου τα («υπερμεγεθυμένα») ποσοστά που είχε προβλέψει ο Perkins (15% ανά έτος).Μεταξύ 1970-2010 εικοσαπλασιάστηκε το ποσοστό των κοινοτήτων που ηλεκτροδοτούνται στη χώρα. Παράλληλα η παιδική θνησιμότητα και ο αναλφαβητισμός μειώθηκαν κατά 2/3, ενώ το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε κατά 19 χρόνια. Πώς συμβιβάζονται όλα αυτά με την αφήγηση του Perkins και το καταστροφολογικό σενάριο που προωθεί? Ο συγγραφέας δε μας εξηγεί.
Η ιστορία γίνεται πιο ύποπτη όταν μπαίνουμε στα χωράφια της πολιτικής. Καταδικάζοντας τις δικτατορίες,ο Perkins, μας δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου αφοσιωμένου στα δημοκρατικά ιδανικά. Παράδειγμα ηγέτη γι αυτόν υπήρξε ο «ρομαντικός» και ονειροπόλος πατριώτης Omar Torrijos, Πρόεδρος του Παναμά και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων -όπως χαρακτηρίζεται από τον Perkins. Μια «μικρή» λεπτομέρεια: ο Torrijos δεν ήταν ποτέ «πρόεδρος του Παναμά». Ήταν «ανώτατος αρχηγός της Παναμέζικης Επανάστασης» , δηλαδή ηγέτης μιας λαϊκιστικής και εθνικιστικής χούντας. Πολλοί αντίπαλοι του φυλακίστηκαν, εκτελέστηκαν ή «εξαφανίστηκαν», με τη διαφθορά να υψώνεται σε δυσθεώρητα ύψη στις μέρες του, κατά τα συνήθως συμβαίνοντα στις τριτοκοσμικές «λαοκρατίες».Ούτε και αυτό αναφέρεται, παρά μόνο σε λίγες σειρές. Ο συγγραφέας δικαιολογεί τη σκανδαλωδώς προνομιακή μεταχείριση των κυβερνητικών υπαλλήλων, ως συνειδητή πολιτική του Torrijos, για να αποκρούσει τις προσπάθειες της CIA να εξαγοράσει τους αξιωματούχους της κυβέρνησης του. Θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρίσουμε το επιχείρημα της «προληπτικής διαφθοράς», γελοίο?
Αλλά η κριτική μας έχει φυσικά κάποια όρια: Κατά πάσα πιθανότητα ο Perkins όντως εργαζόταν για διαπλεκόμενες πολυεθνικές. Πιθανώς ο ρόλος του να ήταν πιο ασήμαντος απ’ ό,τι πιστεύει, αλλά αυτό δεν αλλάζει τα βιώματα του, που μας τα παραδίδει από πρώτο χέρι. Λογικό είναι επίσης να γνωρίζει κάποιες από τις βρώμικες διεργασίες που ανακύπτουν όταν το κράτος συγχωνεύεται με τον ιδιωτικό τομέα. Αλλά το σχήμα (αυτοκρατορία-εταιριοκρατία) που δημιούργησε για να επεξηγήσει τα όσα βίωνε είναι σαθρό, αυτοαναιρούμενο, και ανακριβές. Αντιτίθεται στα γεγονότα, και πάσχει ως προς την επαληθευσιμότητά του.
Στην πραγματικότητα, οι περιγραφές του Perkins ουσιαστικά αποκαλύπτουν τον ύπουλο ρόλο των επεμβατικών κυβερνήσεων που χρησιμοποιούν πολίτες, φυσικά και νομικά πρόσωπα, ως βραχίονες της εξωτερικής του πολιτικής. Το κράτος και οι ομάδες συμφερόντων που το ελέγχουν είναι υπεύθυνο για τα σκάνδαλα της εξωτερικής πολιτικής, για τα σκάνδαλα κάθε «δημόσιας» πολιτικής που υλοποιείται με γνώμονα το «κοινό καλό». Αλλά αυτό το ξέραμε ήδη. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι στοιχεία ικανά να ξεσκεπάσουν τις άρρωστες δομές της κρατικής εξουσίας. Ε λοιπόν, σ αυτόν τον τομέα το έργο του Perkins πάσχει. Αντίθετα, θεωρώ πως έχουμε πολύ περισσότερα να περιμένουμε από ανεξάρτητους φορείς απελευθέρωσης κυβερνητικών δεδομένων, όπως το wikileaks, που απλά βγάζουν την αλήθεια σε δημόσια χρήση, ασχολίαστη, αντί να τη μετατρέπουν σε κακογραμμένο μπεστ-σέλλερ και παρωδία πολιτικής αγκιτάτσιας.
Ο Στ.Κούλογλου στην εισαγωγή του βιβλίου αναρωτιέται γιατί η «αυτοκρατορία» δεν άπλωσε ακόμα το μακρύ , φονικό της χέρι στον Perkins, και δείχνει κάπως έκπληκτος όταν τον συναντάει, άνετο στη βίλλα του, όπου μάλιστα ζει ανενόχλητος,χωρίς κανένα μέσο προφύλαξης. Εμείς λέμε πως δεν είναι καθόλου τυχαία αυτή η μεγαλόψυχη αντιμετώπιση που επιφύλαξαν στον Perkins οι κύκλοι των “επιτελείων”. Αντιπαραβάλετε τον Perkins με την περίπτωση του Bradley Manning, (που αμφιβάλλω αν θα ξαναδεί στο προσεχές μέλλον το φως της μέρας) και θα καταλάβετε πολλά για την πολιτική αξία (ή καλύτερα, απαξία) της Εξομολόγησης ενός Οικονομικού δολοφόνου.