Σε απάντηση του άρθρου του Πάσχου Μανδραβέλη, Χαμένοι στη Μετάφραση η Σουφραζέτα έγραψε στο Athens Review of Books την άποψη της για την επιδότηση του Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ. Θέτει το ζήτημα του εάν, όπως λέει, η "κοινωνια πρέπει να υποστηρίζει οικονομικά την παραγωγή πολιτιστικών αγαθών". Είναι βεβαίως μεγάλο ζήτημα αυτό που θέτει αλλά σε αυτό το άρθρο δεν θα μπορέσω να ασχοληθώ πολύ με το «αν» αλλά θα αρκεστώ στο «πότε» και στο «πώς»: η επιχορήγηση των ΕΚΕΒΙ/ΕΚΕΜΕΛ από τον κρατικό προϋπολογισμό στην σήμερον ημέρα σίγουρα δεν είναι ορθή χρονικά ούτε και σε μορφή. Νομίζω πως και αυτή είναι και ουσιαστικά η άποψη του μπαρμπα-Μήτσου, εάν καταλαβαίνω τον puppet-master Μανδραβέλη.
Καταρχάς στο άρθρο υπάρχει μια παρανόηση σχετικά με τον χαρακτήρα της επιδότησης του ΕΚΕΜΕΛ. Λέει:
βιβλία μεταφράζονταν και πριν την ίδρυση του κέντρου και θα συνεχίσουν να μεταφράζονται, οπότε δεν προκύπτει απο πουθενά ότι οι φορολογούμενοι επιδοτούν μια επιχειρηματική δραστηριότητα ιδιωτικού χαρακτήρα. Αυτό θα ίσχυε αν η χρηματοδότηση αυτή ήταν η ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη δραστηριότητα αυτή αλλά όπως γνωρίζουμε όλοι, η επιχειρηματική δραστηριότητα, δεν προϋποθέτει την ποιότητα στο αποτέλεσμα.
Το ότι η χρηματοδότηση από την φορολογία δεν είναι απαραίτητη για τη πραγματοποίηση μιας δραστηριότητας σημαίνει ακριβώς ότι πρόκειται περί μιας ιδιωτικού χαρακτήρα δραστηριότητας. Οπότε το ότι βιβλία μεταφράζονταν και πριν φανερώνει ότι στην περίπτωση του ΕΚΕΜΕΛ πράγματι επιδοτείται μια δραστηριότητα ιδιωτικού χαρακτήρα. Ισχύει συνήθως και το αντίθετο, δηλαδή εάν η χρηματοδότηση είναι απαραίτητη τότε αυτό σημαίνει ότι πρόκειται περί μιας δημοσίου χαρακτήρα δραστηριότητας (π.χ. εθνική άμυνα).
Αλλά στη συζήτηση που έχει προκύψει για το ζήτημα του ΕΚΕΜΕΛ υποστηρίζεται (και ίσως ορθώς) ότι υπάρχει ένα είδος μετάφρασης, η καλή μετάφραση, που δεν παράγεται ιδιωτικά στην χώρα μας και άρα καλούμαστε, από την κληρονομιά του Διαφωτισμού όπως λέει, να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να χρειάζεται αυτού του είδους μετάφρασης την ενίσχυση της κοινωνίας. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό του εάν χρήζει και σε τι βαθμό ενίσχυση μια δραστηριότητα θα πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε εάν υπάρχει και ποιό είναι το σημείο εκείνο στο οποίο μια δημοσίου χαρακτήρα δραστηριότητα έχει υπερεπιδοτηθεί. Νομίζω αρκετοί θα συμφωνήσουν για παράδειγμα ότι η εθνική άμυνα στη χώρα μας έχει υπερεπιδοτηθεί. Άρα είναι πιθανό να υπάρχει και ένα όριο πέραν του οποίου και τα πολιτιστικά αγαθά υπερεπιδοτούνται. Το θέμα είναι να κρίνουμε που βρίσκεται αυτό το όριο. Πιστεύω είναι λογικό να πει κανείς ότι το όριο αυτό θα επηρεάζεται και από το ΑΕΠ μιας χώρας αλλά και από τη διαφορά που κάνει η επιδότηση στην παραγωγή, ίσως ειδομένη από κάποιας μορφής marginal utility analysis (πόσοι παραπάνω δίσκοι του Νταλάρα θα παραχθούν για κάθε ευρώ επιδότησης;). Τέλος πάντων, όπως οι περισσότεροι αναγνώστες δεν είμαι καταρτισμένος να ξεκινήσω μια τόσο βαθιά οικονομική ανάλυση οπότε θα το αποφύγω.
Παρά του ότι δεν είμαστε οι περισσότεροι καταρτισμένοι έτσι ώστε να διαμορφώσουμε λελογισμένα κρίση όσον αφορά το όριο υπερεπιδότησης της εκάστοτε τέχνης αρκετοί από εμάς είμαστε σίγουροι όταν έρχεται η στιγμή να αποφασίσουμε για κάτι που μας καίει. Π.χ. ίσως φαντάζει προφανές στους φαν της όπερας ότι αυτοί οι τομείς υποεπιδοτούνται. Προφανώς χρειαζόμαστε και άλλη όπερα άρα για να μην παράγεται αρκετή μάλλον υποεπιδοτείται. Αλλά από που προκύπτει αυτή η πεποίθηση; Είναι πιο πιθανό ότι προκύπτει από την προσωπική τους προτίμηση και την σύγκριση με άλλα επιδοτούμενα προϊόντα παρά από μια ουσιαστική αξιολόγηση με βάση το δημόσιο ώφελος. Ο φαν της όπερα βλέποντας πόσο λίγη παράγεται στη χώρα μας και μιας και πιθανώς προτιμά την όπερα από π.χ. τις πτήσεις με F-16 συγκρίνει τις αντίστοιχες επιδοτήσεις που λαβαίνουν αυτές οι δύο δραστηριότητες και είναι μάλλον ανθρώπινο να αισθάνεται ότι η όπερα είναι υποεπιδοτούμενη. Μπορεί επιπλέον να είναι καταφανώς υπερεπιδοτούμενη η εθνική άμυνα στην χώρα μας οπότε να φαίνεται λογικό να πει κανείς ότι κατά συνέπεια η όπερα μάλλον θα είναι υποεπιδοτημένη.
Ένα άλλο παράδειγμα, από τον χώρο της λογοτεχνικής μετάφρασης, μας δίνει ο συγγραφέας και θιγμένος οικονομικά ως καθηγητής στο ΕΚΕΜΕΛ Ανδρέας Παππάς στο άρθρο-απάντηση του όπου αναφέρει ότι η επιδότηση του ΕΚΕΜΕΛ ανέρχεται "στο 0,4 ‰ του κόστους των παντελώς αδιάφορων Μεσογειακών Αγώνων" (η έμφαση δική μου). Προφανώς θεωρεί ο κ. Παππάς απαραίτητο να μας ενημερώσει για την προσωπική του άποψη για τους Μεσογειακούς Αγώνες (δεν ξέρω, ίσως ήταν αθλητής στα νιάτα του) αλλά εκτός αυτού παραθέτει και το, προφανώς σοκαριστικό για αυτόν, ποσοστό του 0.4% για να μας πείσει ότι το Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ. υποεπιδοτείται.
Όμως ακόμα και εάν συμφωνηθεί μεταξύ μας ότι η εθνική άμυνα και οι μεσογειακοί αγώνες είναι υπερεπιδοτημένες δραστηριότητες υπάρχει ένα λογικό άλμα εάν υποστηρίξουμε ότι αυτό σημαίνει ότι οι δραστηριότητες που δεν επιδοτούνται το ίδιο είναι υποεπιδοτημένες! Και εδώ μπαίνει το μεγάλο εμπόδιο του σοσιαλιστικού προβλήματος υπολογισμού που πρωτοέθεσε ο μπαρμπα-Λουδοβίκος απ'το Μίζες. Δεν είναι, λέει στο άρθρο του Economic Calculation in the Socialist Commonwealth, δυνατό στη γενική περίπτωση για έναν άνθρωπο ή ανθρώπους να υπολογίσουν με επαρκή ακρίβεια ποιός είναι ο βέλτιστος τρόπος κατανομής των κοινών μας πόρων ώστε αυτοί οι πόροι να χρησιμοποιηθούν αποδοτικά. Συνεπώς εάν επιδοτείται η παραγωγή πολιτιστικών αγαθών αυτό συμβαίνει υπό ένα καθεστώς κρίσιμης αβεβαιότητας για την αποδοτικότητα αυτής της επιδότησης και αυτό χωρίς να λάβουμε υπόψη ότι η τέχνη είναι αφ'εαυτή όχι πολύ επιδεκτική αξιολόγησης.
Δεν είναι συνεπώς παράξενο ότι η κρατικά επιδοτούμενη τέχνη συχνά καταλήγει να παρουσιάζεται σε μισοάδεια θέατρα που πουλάνε υποτιμημένα εισητήρια, σε αποθήκες εκδοτικών οίκων γεμάτες με βιβλία που κανένας δεν θέλει να αγοράσει και σε ορδές «καλλιτεχνών» που έχουν μάθει να ταιριάζουν τα καλλιτεχνικά τους προγράμματα στα γούστα της εκάστοτε επιδοτούσας αρχής. Κάτι τέτοιο συμβαίνει ακριβώς για τον ίδιο λόγο που υπερεπιδοτούνται άλλοι τομείς που πιθανώς δεν προσφέρουν τίποτα στο δημόσιο ώφελος, όπως οι αμυντικοί εξοπλισμοί ή η διοργάνωση διεθνών αθλητικών αγώνων. Γιατί ακόμα και εάν είχαν οι κρατικοί λειτουργοί τις καλύτερες των προθέσεων για την έυρεση της βέλτιστης κατανομής των δημόσιων πόρων μας (που και στα πολιτιστικά αγαθά είναι ηλίου φαεινότερο πώς δεν την έχουν) είναι για κακή τους τύχη τόσο δυσεπίλητο το πρόβλημα που είναι εγγυημένο ότι θα κάνουν λάθος, ειδικά όταν τα χρήματα που διαχειρίζονται δεν είναι δικά τους. Αντίθετα η αγορά λόγω του ότι εφαρμόζει έναν μοναδικά αποκεντρωμένο τρόπο λήψεως «αποφάσεων» μπορεί να βρίσκει λύσεις που κανένα κλιμάκιο υπουργών και γενικών γραμματέων δεν θα μπορούσε στα όνειρα της να βρει. Επιπλέον οι επιμέρους αποφάσεις λαβαίνονται από ανθρώπους που διαχειρίζονται οι ίδιοι τα χρήματα τους και κατά συνέπεια ως άτομα είναι σαφέστατα πιο προσεκτικοί απ'ότι οι κρατικοί λειτουργοί.
Έχοντας πει όμως τα παραπάνω πρέπει να πούμε επίσης το εξής: μια κοινωνία που παράγει προστιθέμενη αξία και έχει πλεόνασμα, το μέγεθος του οποίου κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από την ελευθερία της αγοράς της, μπορεί και πρέπει να αφήνει ένα μέρος του να «βρέξει» το χώμα όπου πιθανώς φυτρώνουν νέοι καινοφανείς «σπόροι». Υπάρχει κρυμμένη αξία την οποία μόνο κατόπιν εμφανίσεως μπορούμε να αξιολογήσουμε και που συχνά το ρίσκο μας αποθαρρύνει από το να την αναζητήσουμε. Αν υπάρχει πλεόνασμα τότε καλό είναι μέρος του να επενδυθεί προς τον σκοπό της ανακάλυψης αυτής της αξίας. Πόσο μεγάλο μέρος θα πρέπει να επενδυθεί είναι κάτι εξαιρετικά πολύπλοκο να απαντηθεί όμως και εκτός αυτού θα πρέπει πάντα να έχουμε συνείδηση του πιθανού διαστρεβλωτικού χαρακτήρα αυτής της επένδυσης και τελικά the devil is in the details. Βεβαίως συμφέρει μια κοινωνία να χρηματοδοτεί από το υστέρημα της την έρευνα και την ανάπτυξη, την ανάπτυξη των τεχνών κ.λπ. αλλά θα πρέπει πάντα να ανησυχούμε για τον νόμο των αθέλητων συνεπειών αλλά και να έχουμε συναίσθηση των ορίων του υπολογισμού κόστους-οφέλους που έθεσε ο μπαρμπα-Λουδοβίκος. Και όλα αυτά όταν υπάρχει υστέρημα και όχι όταν πέφτουν οι μισθοί γιατί χρωστάμε τα μαλλιά της κεφαλής μας.
Τέλος, η Σουφραζέτα κάνει την παρατήρηση ότι σε καιρούς κρίσης η αριστοκρατική άποψη που θέλει την τέχνη να παράγεται με τα χρήματα των καλλιεργημένων ευγενών αντί του κράτους αποτελεί αντίληψη τύπου μαντάμ Σουσού και άρα άκαιρη. Μπορώ να δεχτώ ότι αυτή η αριστοκρατικού τύπου άποψη έχει παρέλθει και ότι το παλιό μοντέλο χορηγιών στην τέχνη που είχε από μόνο του πολλά προβλήματα δεν πρόκειται να επιστρέψει. Όμως δεν πείθομαι καθόλου ότι η μόνη εναλλακτική σε αυτό είναι ο κρατικά επιδοτούμενος πολιτισμός. Οι καλλιτέχνες αλλά και οι υπόλοιποι παραγωγοί πολιτιστικών αγαθών οφείλουν σε καιρούς κρίσης να προσαρμοστούν και αυτοί όπως προσαρμοζόμαστε όλοι μας. Εάν ο μπάρμπα-Μήτσος ασυνείδητα ενσωμάτωσε μέρος της σκέψης του μπαρμπα-Λουδοβίκου (κάλιο αργά παρά ποτέ) τότε ίσως ήρθε ο καιρός και οι παραγωγοί πολιτιστικών αγαθών να το συνειδητοποιήσουν και αυτοί αντί να τρέχουν πίσω από τη ποδιά του κράτους. Το Ε.KE.ME.Λ πράγματι θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί ιδιωτικώς, ακόμα και από τα δίδακτρα των φοιτητών του, τα οποία εάν υπάρχει υστέρημα από το κράτος θα μπορούσαν π.χ. να επιδοτηθούν demand side για κάθε φοιτητή και όχι επιλεκτικά προς τον σκοπό της λογοτεχνικής μετάφρασης. Σε κάθε περίπτωση, η απευθείας καταβολή των ανύπαρκτων πια χρημάτων των φορολογούμενων στο ΕΚΕΒΙ, στο ΕΚΕΜΕΛ και πλείστους άλλους παραγωγούς πολιτισμού είναι κάτι παραπάνω από παράλογο στη σημερινή συγκυρία.
1 σχόλια:
Ελπίζω να είναι προφανές ότι ούτε υποστηρίζω ότι καλώς επιδοτούνται οι μεσογειακοί αγώνες ή το τεράστιο στρατιωτικό κατεστημένο της χώρας μας. Είμαι αντίθετα υπέρ και της κατάργησης των επιδοτήσεων του επαγγελματικού αθλητισμού αλλά και της δραστικής μείωσης της επιδότησης των άπειρων άχρηστων στρατοπέδων της χώρας μας.
Δημοσίευση σχολίου