Συνεχίζω σήμερα με την ερμηνεία του άρ. 1 Ν. 927/1979. Υπενθυμίζω ότι έχουν προηγηθή άλλες μία, δύο φλύαρες αναρτήσεις, οιονεί εισαγωγικές.
Σύμφωνα με το άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 «Όστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου εκ προθέσεως προτρέπει εις πράξεις ή ενεργείας δυναμένας να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίαν κατά προσώπων ή ομάδες προσώπων εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής του ή του θρησκεύματος, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή με χρηματικήν ποινήν ή και δι' αμφοτέρων των ποινών τούτων.
Η εύκολη λύση θα ήταν να υποστηρίξω ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός στο σύνολό του και να ξεμπερδεύω. Θα αντισταθώ στην ευκολία αυτή, όχι μόνο επειδή ο σεβασμός στην διάκριση των λειτουργιών επιτάσσει τα δικαστήρια να εξαντλούν κάθε περιθώριο σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας, προτού κηρύξουν νόμο αντισυνταγματικό, αλλά και επειδή τα όρια νομιμότητας και σκοπιμότητας μιας ρύθμισης δεν είναι σαφή. Η ερμηνεία μου είναι βέβαια σαφώς περιοριστική, όπως είναι όμως και η ερμηνεία που τελείται με τα συνήθη ερμηνευτικά εργαλεία σε κάθε άλλη ποινική πρόβλεψη.
Το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης και διάδοσης των στοχασμών που κατοχυρώνεται στο άρ. 14 παρ. 1 Συντ. φυσικά και δεν είναι δικαίωμα ανεπίδεκτο περιορισμών, ένα οιονεί υπερδικαίωμα, a priori ανώτερο όλων των άλλων. Είναι όμως η συστατική της δημοκρατικής πολιτείας λειτουργία του εκείνη που τέμνει την νομική απορία: και κατ' αυτήν την αναφορά θα ισχύση το αξίωμα in dubio pro libertate! Αυτός θα είναι και ο ερμηνευτικός μου γνώμονας.
Στην υπό κρίσιν διάταξη προβληματικό είναι εν πρώτοις το προστατευόμενο έννομο αγαθό (πράγμα που έχει μεγάλη πρακτική σημασία και για το περιλάλητο ζήτημα της παράστασης πολιτικής αγωγής). Το έννομο αγαθό μπορεί να είναι είτε ατομικό είτε υπερατομικό, η αναφορά σε «ομάδες προσώπων» όμως ευνοεί την υπερατομική σύλληψη του εννόμου αγαθού (γιατί για ποιον λόγο χρειαζόταν διαφορετικά;). 'Αλλωστε, αν ήταν ατομικό το προστατευόμενο έννομο αγαθό και βεβαιωνόταν κάπως η αμεσότητα της ζημίας, θα θεμελιωνόταν χωριστό δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής ενός εκάστου των μελών της θιγόμενης ομάδας, ενδεχομένως δηλαδή και εκατομμυρίων ανθρώπων, όπερ άτοπον. Γιαυτό το νομικό αντικείμενο του εγκλήματος είναι υπερατομικό, φορέας του άρα είναι η θιγόμενη ομάδα, ερμηνευτική εκδοχή που δεν αποκλείει την παράσταση πολιτικής αγωγής, όπως ακριβώς στην πλαστογραφία παρίσταται εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή. Ένα έγκλημα όμως που στρέφεται κατά κάποιου θολού υπερατομικού εννόμου αγαθού πάντοτε προκαλεί την δυσπιστία, τουλάχιστον σε εμένα.
Εξάλλου, η «προτροπή» ως βασική εγκληματική συμπεριφορά παραπέμπει στα εγκλήματα του ΣΤ΄ Κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα περί επιβουλής κατά της δημοσίας τάξεως, ιδίως δε στην διέγερση του άρ. 184 ΠΚ («Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών»), στην πρόκληση σε τέλεση του άρ. 186 παρ. 1 και 2 («1. Όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο κακούργημα, καθώς και όποιος προσφέρεται ή αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. 2. Όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο πλημμέλημα, καθώς και όποιος προσφέρεται για αυτό και όποιος αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται για το σχεδιαζόμενο πλημμέλημα ελαττωμένη κατά το άρ. 83»), στην διατάραξη της ειρήνης των πολιτών του άρ. 190 ΠΚ («Όποιος με απειλές ότι θα διαπραχθούν κακουργήματα ή πλημμελήματα διεγείρει σε ανησυχία ή τρόμο τους πολίτες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών»), στην διέγερση του άρ. 192 ΠΚ («Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχόνοια και έτσι διαταράσσει την κοινή ειρήνη, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν σύμφωνα με άλλη διάταξη δεν επιβάλλεται αυστηρότερη ποινή»). Όλες αυτές οι διατάξεις έχουν τα δικά τους ερμηνευτικά και συχνά μεγάλα δικαιοκρατικά προβλήματα, που καθιστούν αμφίβολη την σκοπιμότητα της διατήρησής τους, η ύπαρξή τους θέτει όμως μια σειρά από ερωτήματα: α) δεν επαρκούσαν τάχα ήδη οι διατάξεις αυτές;, β) πώς συρρέουν με το αδίκημα του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979;, γ) γιατί όσοι παραπονούνται για αδράνεια των διωκτικών αρχών στον ρατσιστικό λόγο κ.λπ. κ.λπ. δεν χρησιμοποίησαν ποτέ τις διατάξεις αυτές, αλλά έτεκον μυν με την μετατροπή του κατ' έγκλησιν διωκόμενου αδικήματος του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 σε αυτεπαγγέλτως διωκόμενο;
Ο αυτουργός πρέπει να προτρέπη σε «πράξεις ή ενεργείας» (η διάκριση της διάταξης ανάμεσα σε πράξεις και ενέργειες υποδηλώνει απλώς τρικυμία εν κρανίω του νομοθέτη, δεδομένου ότι στις πράξεις συμπεριλαμβάνονται οι ενέργειες). Η προτροπή δεν ταυτίζεται με την ηθική αυτουργία, αλλά συρρέει φαινομένως με αυτήν στην περίπτωση που πράγματι έλαβε χώρα πράξη βίας.
Περαιτέρω, πρόκειται για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, δηλαδή για την πλήρωση της αντικειμενικής του υπόστασης απαιτείται η αντικειμενική προσφορότητα της συμπεριφοράς να επιφέρη τα αποτελέσματα των διακρίσεων, του μίσους ή της βίας, χωρίς να αρκή η αφηρημένη επικινδυνότητα της συμπεριφοράς, αλλά ούτε και να απαιτείται η in concreto δημιουργία κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου.
Δυνητικό αποτέλεσμα της προτροπής είναι οι διακρίσεις, το μίσος και η βία. Από τις έννοιες αυτές η «βία» είναι η καλύτερα ωρισμένη. Οι «διακρίσεις» μπορεί να ερμηνευθούν σύμφωνα με τον (μεταγενέστερο) Ν. 3304/2005. Εκείνο που με απασχολεί ιδιαιτέρως όμως είναι το «μίσος».
Βασική αρχή του Ποινικού Δικαίου, που καθορίζεται και στο άρ. 7 παρ. 1 Συντ., είναι η αρχή cogitationis poenam nemo patitur. «Ουδείς πάσχει ποινήν σκέψεως» ας την αποδώσουμε πομπωδώς. Η αρχή αυτή ορίζει το Ποινικό Δίκαιο ως εξωτερική κανονιστική τάξη (σε αντίθεση με την Ηθική ας πούμε) και απαιτεί ως ελάχιστο του ποινικού ενδιαφέροντος την πράξη. Ως εδώ καλά. Καλά και αυτονόητα. Τόσο αυτονόητα που είναι μάλλον ανιαρά και κενά περιεχομένου.
Υποστηρίζω ότι η αρχή αυτή, πλην κάποιων άλλων όψεων που ελπίζω να αναπτύξω εν καιρώ, για να εννοηματωθή πλήρως, απαγορεύει στο κράτος να αναγορεύη σε εγκληματικό αποτέλεσμα, τυποποιημένο σε ποινική διάταξη και κολαζόμενο από το Ποινικό Δίκαιο, την cogitatio κάποιου άλλου. Το ερώτημα που τίθεται δηλαδή είναι εάν και κατά πόσον νομιμοποιείται ο ποινικός νομοθέτης να καθιστά αξιόποινη την πρόκληση ενός συναισθήματος, έστω και αν είναι αυτό αποδοκιμαστέο ή αντικοινωνικό, εφόσον καμία ανταπόκριση στον εξωτερικό κόσμο δεν ανευρίσκει. Αν όμως τιμωρείται η πρόκληση μίσους, ο πρωτεύων κανόνας δεν μπορεί παρά να είναι πολύ κοντά στην επιταγή προς αγάπη. Και τέτοια πράγματα δεν είναι δουλειά καμιάς κρατικής υπηρεσίας. Το Ποινικό Δίκαιο δεν επιτρέπεται να τεθή στην υπηρεσία μιας κοινωνικής μηχανικής τέτοιου είδους. Εφόσον δηλαδή το Ποινικό Δίκαιο απαγορεύεται να επεμβαίνη στον εσωτερικό κόσμο των πολιτών και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται να διώκη όποιον δοκιμάζει απλώς ένα συναίσθημα, όπως είναι το μίσος, πολύ περισσότερο τυγχάνει αδιανόητο να αναγορεύη σε εγκληματία τον ηθικό αυτουργό της γέννησής του. Το «μίσος» δεν είναι πράξη υπό την έννοια του Ποινικού Δικαίου, άρα η εγκληματοποίησή του αντιβαίνει στα άρ. 7 παρ. 1 Συντ. και 14 ΠΚ, ενώ και η εγκληματοποίηση της πρόκλησής του, πολλώ δε μάλλον της δυνητικότητας του κινδύνου της πρόκλησής του, παραβιάζει την αρχή της περιωρισμένης εξαρτήσεως της συμμετοχικής δράσης.
Αποκλειστικό αίτιο της προτροπής του αυτουργού υπό την έννοια της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων πρέπει να είναι η φυλετική ή εθνική καταγωγή ή το θρήσκευμα, δεν αρκεί όμως να είναι συντρέχον, π.χ. προσωπική εμπάθεια λόγω προηγούμενης έριδας. Απαιτείται με άλλα λόγια να ισχύη: ο αυτουργός δεν θα προέτρεπε, αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη φυλετική ή εθνική καταγωγή ή το θρήσκευμα, και προτρέπει μόνο και μόνο επειδή συντρέχουν οι όροι αυτοί. Συνεπώς, αν οι λόγοι που προβάλλει ο αυτουργός για την προτροπή δεν συνδέονται αποκλειστικώς με τους όρους αυτούς, πρέπει να διερευνάται αν αυτό γίνεται ειλικρινώς ή προσχηματικά (έρευνα ως προς την οποία ισχύει φυσικά η αποδεικτική αρχή in dubio pro reo). Είναι δηλαδή δύο πολύ διαφορετικά πράγματα οι προτροπές «Κάψτε τους, γιατί μας αδίκησαν» και «Κάψτε τους, γιατί είναι Χ»∙ η διάταξη καλύπτει μόνο την δεύτερη. Δεν είναι αξιόποινη η προτροπή που ανάγεται σε οποιοδήποτε άλλο αίτιο, π.χ. πολιτική ιδεολογία, οπαδική επιλογή, γενετήσια προτίμηση, χρώμα μαλλιών, αριστεροχειρία ή δεξιοχειρία, τοπική καταγωγή.
Υποκειμενικώς αρκεί ενδεχόμενος δόλος του αυτουργού, που πρέπει να καλύπτη, μεταξύ άλλων, την δημόσια τέλεση της πράξης, την δυνητική επικινδυνότητα της προτροπής, και μάλιστα ως προς τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των διακρίσεων, του μίσους ή της βίας και την φυλετική ή εθνική καταγωγή ή το θρήσκευμα ως αιτιώδεις όρους για την τέλεση της πράξης της προτροπής.
Και ένα σύντομο συστηματικό σχόλιο: δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υφίσταται και επικίνδυνος λόγος και ότι οι αξιώσεις προστασίας του είναι μειωμένες. Πριν όμως και πέραν του Ν. 927/1979 υπήρχαν και εξακολουθούν να ισχύουν δύο δέσμες διατάξεων με αυτήν την στόχευση. Αφενός ένα πρώτο, στενό κύκλο αποτελεί η ηθική αυτουργία, ως προς την εγκληματοποίηση της οποίας υπάρχει ομοφωνία και μόνο κάποιες λεπτομέρειες αμφισβητούνται. Ο δεύτερος, ευρύτερος κύκλος περιορισμού του λόγου/προστασίας από τον λόγο αποτελείται από τα προαναφερθέντα εγκλήματα του ΣΤ΄ Κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα. Δεν περιττεύει καθόλου να αναφέρω ότι τα εγκλήματα αυτά ιστορικά χρησιμοποιήθηκαν για την καταστολή δυσάρεστων μειοψηφικών φωνών και ότι Καθηγητές με αδιαμφισβήτητα πιστοποιητικά δημοκρατικών φρονημάτων (τέτοια που ζητούνται σήμερα από όσους στρεφόμαστε κατά του Ν. 927/1979 και χαιρετήσαμε την αθώωση Πλεύρη), όπως ο Μαγκάκης και ο Μανωλεδάκης, ερμήνευσαν πολύ εχθρικά -και δικαίως!- τις διατάξεις αυτές. Σήμερα βρισκόμαστε ενώπιον του παράδοξου φαινομένου να προασπίζωνται τεταγμένοι, υποτίθεται, πρόμαχοι των συνταγματικών μας δικαιωμάτων έναν τρίτο, ευρύτατο κύκλο περιορισμού του λόγου, με θολά έννομα αγαθά, δυνητική διακινδύνευση, ποινικοποίηση πρόκλησης συναισθημάτων, δίκες όπου αναζητείται η αληθής έννοια του Ταλμούδ και δεν συμμαζεύεται...