Όχι στα εστιατόρια ;-), στους κινηματογράφους από αυτήν την Παρασκευή. Οι εχθροί της Παγκοσμιοποίησης προφήτευαν την "Coca-Colaization" και την “MacDonaldization” του Κόσμου, άντ’ αυτού βλέπω να φυτρώνουν σαν μανιτάρια σουβλατζίδικα (Neapolis, Pitagora=Πυθαγόρας, Lindos, etc), κινέζικα, αραβικά με αραβική πίτα (aladino) κλπ, το ράδιο να παίζει από βραζιλιάνικα και ισπανικά μέχρι βουλγάρικα και ινδικά! (Panjabi MC) τραγούδια, στον κινηματογράφο να προβάλλονται, κινέζικες, ιαπωνικές, γερμανικές, γαλλικές, ισπανικές, ακόμα και ελληνικές ταινίες. Η ελεύθερη μετακίνηση των αγαθών έφερε μεγαλύτερη ποικιλία επιλογής, η ελεύθερη μετακίνηση των ατόμων έδωσε σε χιλιάδες ανθρώπους την δυνατότητα να εργαστούν σε άλλες χώρες και μαζί τους να μεταφέρουν και την πολιτισμική τους κληρονομιά. Δεν αποδυναμώθηκε η διαφορετικότητα αντιθέτως εμπλουτιστικέ, τώρα μπορείς να τρως, να ντύνεσαι, διαφορετικά μέσα στην ίδια σου την χώρα. Πάνε οι εποχές που όλοι φορούσαν τα ίδια (φέσι και τσαρούχια) και έτρωγαν τα ίδια φαγητά (όχι από επιλογή αλλά επειδή αυτά υπήρχαν/ήξεραν μονάχα). Δεν είναι τυχαίο ότι οι Κομμουνιστές και οι Εθνικιστές είναι oi φανατικότεροι πολέμιοι της Παγκοσμιοποίησης.
ΥΓ: Σαν ανέκδοτο μόνο θα μπορούσε να ακουστεί ότι άτομα που ανήκουν στις δύο παραπάνω ομάδες είναι υποστηρικτές της διαφορετικότητας.
1 σχόλια:
Μια από τις αρχές της αγοράς, που έχει περιγραφεί από την εποχή του Adam Smith, είναι ότι όσο μεγαλώνει μια αγορά, τόσο μεγαλύτερη εξειδείκευση επιτρέπει.
Αυτά τα αστεία για cocacolization, το μεγάλο ψέρι που τρώει το μικρό κτλ κτλ είναι επιφανειακά και αστήρικτα. Και συχνά προέρχονται από μαρξιστικές λογικές (της συγκεντροποίησης/κντρικοποίησης του κεφαλαίου, που διαψεύδονται καθημερινά εδώ και 150 χρόνια) που έχουν διεισδύσει στην σκέψη μας.
Η παγκοσμιοποίηση απειλεί όποιον είναι ανίκανος να προσαρμοστεί στο διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον είτε είναι μικρός, είτε μεγάλος.
Σήμερα οι Έλληνες βιοτέχνες και οι έμποροι απειλούνται από τον ανταγωνσμό των κινεζικών προϊόντων. Αντί να προσπαθούν να γίνουν αντγωνστικοί, ζητούν προστατευτικές ρυθμίσεις!
Και για να μην νομίζει κανείς ότι οι μικροί παραγωγοί δεν έχουν καμί τύχη στο σύγχρονο κόσμο, ας δούμε το παράδειγμα των Νεοζηλανδών κτηνοτρόφων. Πώς η κατάργηση του προστατευτισμού και των επιδοτήσεων, το άνοιγμα της αγοράς δεν έδιωξε τους μικρούς παραγωγούς αλλά τους ανάγκασε να καινοτομήσουν, και αυτοί αντέδρασαν με επιτυχία:
Μαθήματα από τη Νέα Ζηλανδία
* H ανταγωνιστικότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές βρίσκεται σήμερα σε δεινή θέση
Γ. K. ΜΠΗΤΡΟΣ
Στο σημερινό μάθημα αναφορικά με τις επιτυχημένες μεταρρυθμίσεις που έγιναν στη Νέα Ζηλανδία κυρίως κατά τη δεκαετία του 1980 θα αναφερθώ στην πλέον επαναστατική πολιτική που εισήγαγαν, η οποία δεν είναι άλλη από την κατάργηση όλων των κρατικών επιδοτήσεων προς τους επί μέρους τομείς της οικονομίας. Μάλιστα, επειδή στη χώρα μας και στην Ευρωπαϊκή Ενωση γενικότερα η κατάργηση των επιδοτήσεων στον κατ' εξοχήν υποστηριζόμενο κλάδο της γεωργίας θεωρείται αδιανόητη, αξίζει να στραφούμε σε αυτόν ακριβώς τον κλάδο. Ιδού λοιπόν τι αναφέρει σχετικά ο κ. Maurice Ρ. McTigue.
«Ως το 1984 η προβατοτροφία στη Νέα Ζηλανδία ελάμβανε περίπου το 44% των εισοδημάτων της από κυβερνητικές επιδοτήσεις. Το κύριο προϊόν που παρήγε ήταν πρόβειο κρέας το οποίο στις διεθνείς αγορές πουλιόταν προς 12,5 δολάρια το σφάγιο, ενώ η κυβερνητική επιδότηση ανερχόταν σε άλλα 12,5 δολάρια. Το 1987 καταργήθηκαν όλες οι επιδοτήσεις προς την προβατοτροφία. H απόφαση αυτή, φυσικά, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση μεταξύ των ενδιαφερομένων. Αλλά όταν κατάλαβαν και αποδέχθηκαν ως γεγονός ότι οι επιδοτήσεις δεν επρόκειτο να επανέλθουν, ανέθεσαν σε μια ομάδα ειδικών να τους συμβουλεύσει τι έπρεπε να κάνουν προκειμένου να μπορέσουν να πωλούν κάθε σφάγιο προς 30 δολάρια. Υστερα από λίγο η ομάδα των ειδικών αποφάνθηκε ότι το ζητούμενο ήταν δύσκολο αλλά όχι αδύνατον. Αυτό το οποίο απαιτείτο ήταν η παραγωγή ενός διαφορετικού προϊόντος, το οποίο να επεξεργάζεται με διαφορετικές διαδικασίες και να πωλείται σε διαφορετικές αγορές. Πράγματι, μέσα σε δύο χρόνια, δηλαδή το 1989, πέτυχαν να μετατρέψουν ένα προϊόν το οποίο πωλούσαν προς 12,5 δολάρια σε ένα προϊόν το οποίο απέφερε 30 δολάρια. H τιμή του νέου προϊόντος το 1991 ήταν 42 δολάρια, το 1994 ανήλθε σε 74 δολάρια και το 1999 έφθασε τα 115 δολάρια. Με άλλα λόγια, η προβατοτροφία της Νέας Ζηλανδίας απευθύνθηκε στη διεθνή αγορά και βρήκε καταναλωτές οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν πολύ υψηλές τιμές. Αν επισκεφθείτε τα καλύτερα εστιατόρια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και παραγγείλετε αρνί Νέας Ζηλανδίας», γράφει, «θα το πληρώσετε σήμερα κάπου μεταξύ 35 και 60 δολάρια τη λίβρα!..».
«Είναι περιττό να επαναλάβω», τονίζει, «ότι εξαιτίας της κατάργησης των επιδοτήσεων πάρα πολλοί προέβλεπαν ότι θα προκαλούνταν μαζική έξοδος κτηνοτρόφων από τον κλάδο της προβατοτροφίας. Αλλά τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Προς επιβεβαίωση αρκεί να αναφερθεί ότι σταμάτησαν να εκτρέφουν πρόβατα μόνο τρία τέταρτα του ενός εκατοστού από τις επιχειρήσεις του κλάδου και αυτές ήταν επιχειρήσεις οι οποίες δεν έπρεπε να βρίσκονται στην προβατοτροφία έτσι κι αλλιώς. Επιπλέον, πολλοί επιχειρηματολογούσαν ότι η κατάργηση των επιδοτήσεων θα ευνοούσε την ανάπτυξη μεγάλων μονάδων εις βάρος των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων. Αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Οι μεγάλες εκτροφικές μονάδες εγκατέλειψαν τον κλάδο και οι οικογενειακές επεκτάθηκαν, πιθανώς γιατί οι οικογενειακές μονάδες είναι διατεθειμένες να δουλέψουν με μικρότερα περιθώρια κέρδους από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Τελικά, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί. H πολιτική αυτή κατέδειξε ότι, αν δεν επιτρέπεις άλλα περιθώρια στους πολίτες παρά να είναι δημιουργικοί και καινοτόμοι, συνήθως βρίσκουν λύσεις».
H ανταγωνιστικότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές βρίσκεται σήμερα σε δεινή θέση. Αυτό σημαίνει ότι τα δισεκατομμύρια ευρώ των επιδοτήσεων από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους που κατευθύνθηκαν στη γεωργία τα τελευταία 20 χρόνια δεν έπιασαν τόπο. Μήπως έχει έλθει το πλήρωμα του χρόνου να δοκιμάσουμε την πολιτική που εφήρμοσε η Νέα Ζηλανδία;
Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΤΟ ΒΗΜΑ 15-08-2004,
Δημοσίευση σχολίου