Αναδημοσιεύουμε, κατόπιν προσκλήσεως, την συνέντευξη του Γιώργου Πρεβελάκη στον Κωσταντίνο Καστρισιανάκη για το Re-public.
Κ.Κ.: Το 2000, στο Athenes. Urbanisme, Culture et Politique (Αθήνα. Πολεοδομία, Πολιτισμός και Πολιτική), κάνατε έναν απολογισμό ιδιαίτερα αρνητικό για την ελληνική πρωτεύουσα, από πολλές απόψεις. Θα λέγαμε ότι μιλήσατε σχεδόν για υπαρξιακή κρίση. Σήμερα, το 2006, μετά την πολιτική ‘εκσυγχρονισμού’ των κυβερνήσεων Σημίτη, τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο απολογισμός σας είναι πάντα ο ίδιος;
Γ.Π.: Ναι, ο απολογισμός δεν έχει μεταβληθεί. Είναι αλήθεια ότι ειδικά οι Ολυμπιακοί Αγώνες εκσυγχρόνισαν τις υποδομές και έφεραν μια σειρά από αλλαγές που είχαν προβλεφθεί πολύ καιρό πριν και που ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, αναγκαίες και χρήσιμες. Αναφέρομαι πιο συγκεκριμένα στο αεροδρόμιο και το μετρό της Αθήνας, την πιο σημαντική βελτίωση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι υποδομές αυτές αποτελούν βελτιώσεις. Αλλά η Αθήνα γνώρισε ανάλογες βελτιώσεις στο παρελθόν, σε διάφορες εποχές, όπως π.χ. κατά την οκταετία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Παραμένει όμως ένα πρόβλημα δομής. H ταχύτητα με την οποία γίνονται οι αλλαγές και οι βελτιώσεις είναι μικρότερη από την ταχύτητα με την οποία εμφανίζονται νέα προβλήματα. Μετά από περιόδους μεγάλων επενδύσεων έχουμε διαστήματα ανακούφισης, αμέσως μετά όμως έρχεται κατά κανόνα νέα επιδείνωση. Και σήμερα βλέπουμε να ανοίγεται ένας νέος κύκλος δυσκολιών που κατά κάποιο τρόπο επισπεύδονται λόγω των νέων υποδομών, επειδή οι τελευταίες δεν εντάχθηκαν σε ένα ευρύτερο σχεδιασμό. Πιο συγκεκριμένα, με το αεροδρόμιο μπορούμε να προβλέψουμε -διαγράφεται ήδη- μια εξαιρετικά ταχεία επέκταση της οικοδομημένης περιοχής στην πεδιάδα των Μεσογείων. Δηλαδή, προβλέπεται μια νέα ζώνη κερδοσκοπίας στη γη και συμφόρησης, καθώς και μια διάχυτη οικοδόμηση που οδηγεί σε σπατάλη ενέργειας (και μάλιστα σε εποχή επερχόμενης ενεργειακής κρίσης) και συντελεί στη ρύπανση, την υποβάθμιση και σε σημαντικά άλλα κοινωνικά κόστη. Η λογική παραγωγής και αναπαραγωγής των προβλημάτων παραμένει, επομένως, η ίδια.
Κ.Κ.: Τίποτα δεν είχαμε προβλέψει; Και ο αυτοκινητόδρομος της Αττικής, η Αττική Οδός, ο δρόμος μέχρι το Λαύριο, η επέκταση του λιμανιού του;
Γ.Π.: Σύμφωνοι, υπάρχει ο αυτοκινητόδρομος της Αττικής, η Αττική Οδός. Αυτή είναι επίσης μια σημαντική πρόοδος, κυρίως ως επιτυχημένο παράδειγμα σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Ωστόσο, αυτός ο αυτοκινητόδρομος θα παρουσιάσει σύντομα συμφόρηση, γιατί όπως ξέρουμε από τη δεκαετία του ’50, η προσφορά στη δυνατότητα κυκλοφορίας προκαλεί νέα ζήτηση. Στην πραγματικότητα, όταν κατασκευάζουμε νέους σημαντικούς οδικούς άξονες, δεν προσαρμοζόμαστε, όπως νομίζεται, στη ζήτηση, αλλά δημιουργούμε πρόσθετη ζήτηση, καθώς οι κυκλοφοριακές συμπεριφορές αλλάζουν ώστε να επωφελούνται από τις νέες αυτές δυνατότητες. Επομένως, κάθε δρόμος ή αυτοκινητόδρομος είναι, κατά κάποιο τρόπο, αργά ή γρήγορα, καταδικασμένος στη συμφόρηση, εάν η λειτουργία του δεν συνοδεύεται από μια σειρά άλλων παρεμβάσεων, όπως η παράλληλη παροχή δημόσιων μέσων συγκοινωνίας ή ο προσανατολισμός της δόμησης προς πόλους συγκέντρωσης. Σήμερα γίνεται ακριβώς το αντίθετο: αφ’ενός είναι η επέκταση διάχυτη και αφ’ετέρου υπάρχει καθυστέρηση ή και παντελής απουσία δημόσιων μέσων συγκοινωνίας, που έτσι κι αλλιώς είναι σχεδόν αδύνατον από οικονομική άποψη να λειτουργήσουν, υπό αυτές τις συνθήκες της διάχυτης οικοδόμησης. Έπρεπε να είχαμε προβλέψει πόλους, δευτερεύοντα κέντρα, εναλλακτικά δίκτυα κ.λπ. Αυτά δεν έγιναν. Κατά συνέπεια, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι θα εμφανιστούν προβλήματα συμφόρησης.
Κ.Κ.: Δηλαδή δεν μάθαμε το μάθημά μας;
Γ.Π.: Δεν είναι αυτό το θέμα. Αυτό που προσπάθησα να εξηγήσω στο βιβλίο μου είναι ότι υπάρχουν δομές, αιτίες πιο βαθειές. Η κατάσταση που ζούμε δεν οφείλεται σε έλλειψη γνώσεων των πολεοδόμων και των τεχνικών, γιατί ως ειδικοί κατ’αρχήν μπορούμε να προβλέψουμε τι πρόκειται να συμβεί. Αρχίζοντας από τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη, οι Έλληνες πολεοδόμοι και προέβλεψαν σωστά και προειδοποίησαν. Ανάμεσα όμως στο λόγο των ειδικών, την πολιτική πρακτική, τις συμπεριφορές των ψηφοφόρων και τα διάφορα πλέγματα συμφερόντων που όχι μόνο ανθίστανται αλλά και διαθέτουν την πρωτοβουλία, τα σχέδια χάνονται. Όσο δεν καταφέρνουμε να «βραχυκυκλώσουμε» αυτά τα συμφέροντα, δεν πρέπει να ελπίζουμε να δούμε σχεδιασμό. Αυτό δεν γίνεται με το διάλογο. Είναι θέμα αντιπαράθεσης, διαμάχης ανάμεσα στις δυνάμεις που επιθυμούν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, την εξυγίανση του συστήματος και σε εκείνους τους πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες και τις πολιτιστικές δομές που διαμορφώνουν εξαιρετικά ισχυρά πλέγματα συμφερόντων, τα οποία αναστέλλουν, ανθίστανται και εμποδίζουν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Πρόκειται για ένα γενικευμένο πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία. Πιστεύω ότι γίνονται προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά ο δρόμος είναι μακρύς και οι δυσκολίες πολύ μεγάλες.
Κ.Κ.: Σ’ αυτό το πλαίσιο, μ’ αυτά τα προβλήματα, τι είδους δόμηση θα δούμε;
Γ.Π.: Είναι αλήθεια ότι ο απολογισμός δεν είναι ποτέ εντελώς αρνητικός. Υπάρχουν βελτιώσεις. Το παλαιό κέντρο της Αθήνας έχει αποκατασταθεί, τα κτίρια του 19ου αιώνα έχουν προστατευθεί και γίνονται επενδύσεις σε συνοικίες της Αθήνας, οι οποίες στο παρελθόν είχαν υποβαθμιστεί. Εκεί που κυρίως παρατηρείται μεγάλη αλλαγή είναι στο χώρο ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πειραιά. Είναι ιστορικά η πρώτη και παλαιότερη βιομηχανική περιοχή στην Ελλάδα, με συνέπεια τις πολύ υποβαθμισμένες βιομηχανικές εκτάσεις της. Ταυτόχρονα παρουσιάζει πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα και μια πολύ ενδιαφέρουσα θέση ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πειραιά. Παρά τα πλεονεκτήματα αυτά δεν μπορούσε να αναπτυχθεί στο παρελθόν, γιατί σε αυτή τη ζώνη επικρατούσε η παλαιά βιομηχανία και την κατοικούσαν υποβαθμισμένες κοινωνικές ομάδες, μετανάστες, κ.λπ. Υπήρχε λοιπόν ένα είδος προσκόμματος με έντονη κοινωνική διάσταση. Η πολιτική την οποία εφάρμοσε το υπουργείο Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων τα προηγούμενα χρόνια τείνει να καταργήσει αυτό το εμπόδιο και ανοίγει το δρόμο για την εκμετάλλευση αυτής της ζώνης από τις δυνάμεις της αγοράς.
Τα πράγματα αλλάζουν, το τοπίο βελτιώνεται. Ταυτόχρονα, όμως, μπορούμε να ασκήσουμε κριτική στο μέτρο που, την ίδια στιγμή, πρόκειται για μια κοινωνική μεταβολή, για την εισβολή μιας κοσμοπολίτικης κοινωνίας σε μια παραδοσιακή συνοικία. Μπορούμε να προβλέψουμε ότι σ’ ένα σχετικά εγγύς μέλλον σε αυτή την εξαιρετική τοποθεσία –με θέα στην Ακρόπολη- θα εγκατασταθούν κοσμοπολίτες, πολύ πλούσιοι Έλληνες ή ξένοι. Θα βελτιωθεί το τοπίο, ταυτόχρονα, όμως, θα αποβληθεί ένας ολόκληρος πληθυσμός. Δεν είναι πρόβλημα μόνο της Αθήνας, είναι ένα πρόβλημα που συναντήσαμε και στο Παρίσι, στη διάρκεια των μεγάλων χωροταξικών διευθετήσεων της δεκαετίας του 1960. Είναι ένα πρόβλημα που ούτε στο Παρίσι αντιμετωπίστηκε πλήρως, γιατί δεν μπορούμε με την πολεοδομία να υποκαταστήσουμε τις δυνάμεις της αγοράς ή να αντιταχθούμε πλήρως σ’ αυτές. Στην παρισινή περίπτωση, όμως, έγινε μια προσπάθεια να διατηρηθεί η κοινωνική πολυπλοκότητα, να διασωθεί κάπως ο κοινωνικός πλούτος που συμβάλλει στον πολιτιστικό πλούτο. Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι το συμπέρασμα δεν είναι ξεκάθαρο. Παράλληλα με τις θετικές εξελίξεις σε ό,τι αφορά το τοπίο, υπάρχουν και αρνητικές, σε σχέση με την κοινωνική σύνθεση και τις πολιτισμικές διαστάσεις.
Δεν πρέπει, τέλος, να ξεχνάμε ότι υπάρχει ένας τεράστιος πλούτος στην περιοχή της Αθήνας, όχι μόνο λόγω του τοπίου αλλά και λόγω της ιστορίας. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου αναζητούμε σύμβολα, αναζητούμε ινδάλματα, τα μετατρέπουμε σε εμπορικές αξίες. Από αυτή την άποψη, η περίπτωση της Αθήνας είναι μοναδική στον κόσμο. Από τη στιγμή που καταργούμε τα εμπόδια, μεταξύ άλλων τα αδύναμα στοιχεία της κοινωνίας, εισβάλλουν οι δυνάμεις της αγοράς και βελτιώνουν, φαινομενικά, την ποιότητα των κατοικιών, της πολεοδομικής οργάνωσης, του τοπίου, των υπηρεσιών. Εκεί που είχαμε βιομηχανικές εκτάσεις και κατοικίες έντονα υποβαθμισμένες, βρίσκουμε σήμερα μουσεία, πολιτιστικούς χώρους και σε λίγο θα βρούμε πολυτελείς κατοικίες. Η εικόνα, το τοπίο, μοιάζουν βελτιωμένα. Σε ό,τι αφορά την ψυχή της πόλης, το πνεύμα της πόλης, υπάρχουν ερωτήματα: οι συνοικίες αυτές θα καταληφθούν από ανθρώπους χωρίς βαθύ δεσμό με την πόλη, που έρχονται επειδή τους ελκύει η εμπορική αξία της εικόνας, του συμβόλου, επειδή αγοράζουν σε τελευταία ανάλυση τη δυνατότητα να περνούν καλοκαιρινές νύχτες κοιτάζοντας την Ακρόπολη από το μπαλκόνι τους και να επιδεικνύουν την «πολυτέλεια» αυτή στους διεθνείς προσκεκλημένους τους.
Κ.Κ.: Εάν θέλουμε λοιπόν να δώσουμε μια πολιτιστική ή πολιτική ψυχή σε μια πόλη σαν την Αθήνα, δεν πρέπει ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τρόπους διαβούλευσης και διαπραγμάτευσης με τους κατοίκους της, αντί να αφήσουμε τους νόμους της αγοράς να εγκατασταθούν με περισσότερες υποδομές;
Γ.Π.: Η ανάλυσή μου ξεκινά ακριβώς από τη διαπίστωση ότι οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια εναλλακτική λύση είναι εξαιρετικά ανίσχυρες στην Αθήνα. Αυτή η αδυναμία συνδέεται με τη νεότητα της πόλης, γιατί, αντίθετα με ό, τι πιστεύουμε, η πόλη της Αθήνας είναι πολύ καινούργια. Ο πληθυσμός της είναι πολύ νέος, με την έννοια ότι ήρθε πρόσφατα, δεν έχει βαθειές ρίζες. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Αθήνας είναι πρώτη ή δεύτερη γενιά. Η Αθήνα είναι το αποτέλεσμα μιας αστικοποίησης εξαιρετικά ταχύρρυθμης, χωρίς το βάθος χρόνου που επιτρέπει να δημιουργηθούν ρίζες, όπως επίσης να αναπτυχθεί μια προσέγγιση πίστης, ιδιοποίησης και συναίσθησης ότι ο χώρος, ανεξάρτητα αν είναι πόλη, χωριό ή περιοχή, ανήκει στους κατοίκους του. Είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται με την εξέλιξη αυτής της περιοχής του κόσμου: τα Βαλκάνια των δύο τελευταίων αιώνων. Οι μετακινήσεις των πληθυσμών λόγω των πολέμων, της ανταλλαγής πληθυσμών, των εθνικών εκκαθαρίσεων, υπήρξαν καθοριστικές. Λείπουν, επομένως, οι ισχυροί δεσμοί μεταξύ κοινωνίας, πληθυσμού και χώρου, δεσμοί που υπάρχουν στη δυτική Ευρώπη και δίνουν στις πόλεις της την ικανότητα να ανθίσταται στις διάφορες μόδες, τις διάφορες μετακινήσεις, τις διάφορες δυνάμεις της αγοράς. Από τη μια πλευρά, δεν υπάρχει αυτό το βάθος της ιστορίας, από την άλλη, η Αθήνα, που αποτελεί ένα μύθο για τη Δύση και για την ανθρωπότητα, εκτίθεται σε πιέσεις εξαιρετικά ισχυρές. Βρίσκεται, λοιπόν, ανάμεσα σε δυο ασταθείς παράγοντες : αφενός είναι μια πόλη που την εποφθαλμιούν όλο και περισσότερο σε διεθνές επίπεδο και αφετέρου οι εσωτερικές της δυνάμεις αντίστασης δεν επαρκούν.
Κ.Κ.: Στο βιβλίο σας, προτείνετε η Αθήνα να γίνει μια ανοιχτή πόλη, σταυροδρόμι των πολιτισμών και πρωτοπορία στην έρευνα. Έτσι θα μπορούσε να αντλήσει από μια πιο ευρεία ανάγνωση των ποικίλλων δυνάμεων του ελληνισμού και να δεσμεύσει τη διασπορά να συμμετάσχει σε μια ανανέωση της ταυτότητας της Αθήνας, προωθώντας ταυτόχρονα την Ελλάδα στα κανάλια της παγκοσμιοποίησης. Πρόκειται για μια ‘δυνατή’ εικονογραφία για την Αθήνα και την Ελλάδα;
Γ.Π.: Η ανάλυσή μου με οδηγεί στη διαπίστωση ότι, εάν η Αθήνα συνεχίσει όπως τώρα, δεν θα έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την παγκοσμιοποίηση και να προσαρμοστεί με αποτελεσματικό τρόπο. Κινδυνεύει να σωρεύσει όλες τις αρνητικές πλευρές της παγκοσμιοποίησης χωρίς τις θετικές της. Το γεγονός ότι είναι μια πόλη που την εποφθαλμιούν μπορεί επίσης να μετατραπεί σε πλεονέκτημα. Αλλά αυτό προϋποθέτει ένα πολιτικό και κοινωνικό παράγοντα ικανό να αδράξει τις ευκαιρίες και να αντισταθεί στις προσπάθειες εκμετάλλευσης. Αυτός ο παράγων, νομίζω, δεν μπορεί να είναι η αθηναϊκή κοινωνία, καθώς δεν έχει ρίζες στην πόλη. Πρέπει να κοιτάξουμε αλλού. Αυτό το αλλού μπορεί να προκύψει από μια έκκληση σε διεθνές επίπεδο σε όλους όσοι έχουν ισχυρές πολιτισμικές ευαισθησίες και μπορούν να αντιληφθούν την Αθήνα ως σύμβολο, ως μύθο. Αυτό το σκεπτικό με οδηγεί στη διασπορά, η οποία αποτελεί μια ελληνική παρουσία πιο ευαισθητοποιημένη στα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης. Είναι ποικίλη: υπάρχουν διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες, αλλά και απλοί άνθρωποι που, μέσα από το τραύμα της μετανάστευσης, έχουν συχνά πρόβλημα ταυτότητας. Μπορούμε λοιπόν να κάνουμε έκκληση σε ορισμένα στοιχεία αυτής της διασποράς.
Ωστόσο, υπάρχει ένα άλλο στοιχείο που υπόσχεται πολλά: η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ε.Ε. έχει τώρα ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα. Δεν είναι τόσο πολιτικό ή οικονομικό, αλλά συμβολικό. Είναι ένα έλλειμμα εικονογραφικό. Η Ε.Ε. αναζητεί την ταυτότητά της. Από τη μια πλευρά, υπάρχει ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην υπάρχουσα ισχυρή εθνική συμβολική, που εμποδίζει την ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Από την άλλη πλευρά, έχουμε το δημόσιο διάλογο για τα σύνορα της Ευρώπης. Ο διάλογος αυτός δείχνει πόσο αδαείς είμαστε να ορίσουμε την ταυτότητα της Ευρώπης. Τα δυο αυτά θέματα συνδέονται στενά: το σύνορο ορίζει το χώρο και ο χώρος συνδέεται με την ταυτότητα. Εάν μπορούσαμε να απαντήσουμε στην ερώτηση «ποιός είναι Ευρωπαίος», θα μπορούσαμε να απαντήσουμε και στην ερώτηση «μέχρι πού μπορεί να επεκταθεί η Ευρώπη». Αυτό το μεγάλο συμβολικό έλλειμμα δεν μπορεί να καλυφθεί με λόγια, έχει ανάγκη από πιό απτά στοιχεία, έχει ανάγκη αυτό που ονομάζουμε στη Γεωπολιτική εικονογραφίες. Η Αθήνα είναι πηγή τέτοιων εικόνων. Για το λόγο αυτό αποτελεί ένα θησαυρό για την Ευρώπη και το ευρωπαϊκό σχέδιο. Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να σώσει, κατά κάποιο τρόπο, την Αθήνα από τον ίδιο τον εαυτό της. Αυτό όμως προϋποθέτει η Ευρώπη να αποκτήσει συνείδηση του κεφαλαίου « Αθήνα» - όπως είχε πράξει στο παρελθόν, συγκεκριμένα τον 19ο αιώνα- και να καταλάβει σε ποιο βαθμό, στη σημερινή συγκυρία, αυτό το κεφάλαιο μπορεί να είναι χρήσιμο. Από την πλευρά της, η ελληνική κοινωνία, η αθηναϊκή κοινωνία, πρέπει να δεχτεί μια ευρωπαϊκή παρέμβαση στις υποθέσεις της πόλης, να δεχτεί να εγκαταλείψει το μονοπώλιο που διαθέτει σήμερα στη διαχείριση της Αθήνας. Μια τέτοια παρέμβαση συνεπάγεται έναν αγώνα ενάντια σε πλέγματα συμφερόντων που θα ζημιωθούν από αυτή τη διαδικασία, όπως είναι οι παράγοντες που συνδέονται με μια ευτελή, χαμηλού επιπέδου, κερδοσκοπία στη γη, οι οποίοι δεν θα υποχωρήσουν εύκολα και ενδέχεται να στραφούν σε ένα λόγο ξενοφοβικό, εθνικιστικό κ.λ.π.
Συνολικά, η αθηναϊκή κοινωνία θα χάσει σχετικά λίγα και θα κερδίσει πολλά. Δεν είναι εύκολο, θέτει πολύ σοβαρά πολιτικά προβλήματα, αλλά νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να το αντιμετωπίσει κανείς, γιατί αυτή τη στιγμή χάνουμε και καταστρέφουμε έναν πραγματικό θησαυρό για την ανθρωπότητα, για την Ευρώπη και, φυσικά, για την Ελλάδα.
Κ.Κ.: Εάν μια ‘περιπέτεια’ είναι πάντοτε πιθανή για την Αθήνα, πώς θα μπορούσαν οι Αθηναίοι να την ιδιοποιηθούν;
Γ.Π.: Για την Αθήνα, όπως και για την Ελλάδα, μια περιπέτεια, μια αντιστροφή της τύχης, μπορεί να συμβεί μετά από ένα τράνταγμα, ένα «σοκ». Σήμερα βρισκόμαστε σε μια καμπή, χωρίς σοκ, χωρίς καταστροφές, χωρίς κανένα στοιχείο που να προκαλέσει κάποια αφύπνιση. Ζούμε τα προβλήματα μέρα με τη μέρα, βιώνουμε μια σταδιακή, σχεδόν ανεπαίσθητη, υποβάθμιση των συνθηκών ζωής και εργασίας. Δεν υπάρχει το σοκ που θα προκαλούσε συνειδητοποίηση και αντίδραση. Είναι κάτι που δεν μπορούμε να προβλέψουμε, ούτε καν να ελπίσουμε, γιατί σε τελική ανάλυση ένα σοκ είναι επώδυνο. Απλώς, η ιστορική παρατήρηση μας λέει πως στην ιστορία υπάρχουν περιπέτειες.
Κ.Κ.: Με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μπορούμε να μιλήσουμε για ηλεκτροσόκ;
Γ.Π.: Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι πράγματι ένα γεγονός ενδιαφέρον, αλλά εντελώς ανεπαρκές για αυτού του είδους τη συνειδητοποίηση. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποκαλύπτουν μια συλλογική ψυχολογία και, ειδικότερα, μια στάση απέναντι στο χώρο. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες έδειξαν τη δυσκολία μιας μεσογειακής κοινωνίας σαν τη δική μας να προγραμματίσει έγκαιρα τις απαραίτητες παρεμβάσεις, αλλά ταυτόχρονα την ικανότητά της να αυτοσχεδιάσει. Γι’ αυτό και η επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε μια τεράστια έκπληξη για τη διεθνή κοινότητα. Η έλλειψη οργάνωσης, προγραμματισμού, σχεδιασμού κατά τη διάρκεια των ετών και των μηνών που προηγήθηκαν του γεγονότος προμήνυε μια αποτυχία. Γιατί; Επειδή οι Έλληνες αφήνουν τα πράγματα για την τελευταία στιγμή. Ταυτόχρονα, καθώς αυτή η έλλειψη σχεδιασμού έχει γίνει συνήθεια, έχουμε μάθει να κινητοποιούμαστε ακριβώς την τελευταία στιγμή. Εάν, για παράδειγμα, μια άλλη κοινωνία, γερμανική, γαλλική, καναδική ή αμερικανική, αναλάμβανε τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην κατάσταση που ήταν λίγους μήνες πριν από τους αγώνες, πιστεύω πως θα είχε περιέλθει σε απόγνωση.
Μπορούμε να κάνουμε μια πρώτη διαπίστωση: η έλλειψη σχεδιασμού αντισταθμίστηκε από την ικανότητα για μια πολύ αποτελεσματική κινητοποίηση της τελευταίας στιγμής. Αυτή η ικανότητα αποτελεί μια προϋπόθεση απαραίτητη- διαφορετικά οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα είχαν αποτύχει- αλλά όχι επαρκή. Μια άλλη προϋπόθεση είναι να υπάρχει η βούληση, πράγμα που μας οδηγεί σε μια άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Το κίνητρο για την ελληνική και την αθηναϊκή κοινωνία να κάνει αυτή την δύσκολη προσπάθεια συνδέεται με την εικόνα προς τα έξω. Οι εξαιρετικά αρνητικές κριτικές και η ειρωνεία που κυριάρχησε στο διεθνή Τύπο προκάλεσαν μια αντίδραση πολύ μεσογειακή, πολύ «ανθρωπολογική», την οποία εξηγούν οι αναλύσεις των ανθρωπολόγων της δεκαετίας του πενήντα για τις κοινωνικές και πολιτιστικές δομές των μεσογειακών χωρών, ιδιαίτερα των ελληνικών. Αυτές οι μελέτες έδειξαν ότι στις κοινωνίες των χωρών όπου το κοινωνικό κύτταρο είναι η οικογένεια, το σπίτι, η εικόνα που δίνεται προς τα έξω αποτελεί αντικείμενο ανταγωνισμού ανάμεσα στις διάφορες οικογένειες. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να χάσεις την υπόληψή σου, το πραγματικό κοινωνικό κεφάλαιο είναι αυτή η εικόνα. Όταν, λοιπόν, λίγους μήνες πριν τους αγώνες, οι Έλληνες κατάλαβαν ότι διακινδύνευαν την υπόληψή τους, οι Αγώνες λειτούργησαν ως κινητήρια δύναμη.
Υπάρχει άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο που αφορά τη συλλογική ψυχολογία απέναντι στη διαχείριση του χώρου. Στις μεσογειακές κοινωνίες μας, οι αντιλήψεις και οι συμπεριφορές σε σχέση με το χρόνο είναι πολύ διαφορετικές από ό, τι στις δυτικές κοινωνίες. Στις δυτικές κοινωνίες, οι προθεσμίες έχουν πραγματική αξία. Στις μεσογειακές κοινωνίες, οι προθεσμίες δεν έχουν καμία αξία. Κανείς δεν τις παίρνει στα σοβαρά. Το μεγάλο πλεονέκτημα των Αγώνων είναι ότι έχουν συγκεκριμένη προθεσμία. Δηλαδή, ούτε καν οι Μεσόγειοι δεν μπορούν να πουν: δεν βαριέσαι, θα τελειώσουμε τις υποδομές ένα μήνα μετά τους Αγώνες. Είναι μια προθεσμία αξιόπιστη, με χειροπιαστή αξιοπιστία. Η «άϋλη» αξιοπιστία, όπως λειτουργεί στη Δύση, δεν μπορεί να λειτουργήσει στην Ελλάδα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες επιτρέπουν να κάνουμε κάποιες διαπιστώσεις πολύ χρήσιμες, τόσο για την Ελλάδα όσο και για τη θεωρία της πολεοδομίας και του προγραμματισμού: ότι πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπ’όψη τους πολιτισμικούς παράγοντες, σε αντίθεση με τη θεωρία της τεχνοκρατικής πολεοδομίας, σύμφωνα με την οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις ίδιες διαδικασίες, τα ίδια εργαλεία, σε οποιαδήποτε κοινωνία. Ωστόσο, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν συνιστούν ένα γεγονός επαρκούς βάθους και σημασίας. Είναι μια μεγάλη γιορτή, ανανεώνουν τις υποδομές, αλλά από εκεί και πέρα η ζωή τραβά το δρόμο της, οι ολυμπιακές τοποθεσίες εγκαταλείπονται και υποβαθμίζονται.
Ο λόγος που γίνομαι τόσο κριτικός είναι διότι αυτή η χώρα και η πρωτεύουσά της διαθέτουν πολύ μεγάλα πλεονεκτήματα και πόρους, καθώς και πολύ μεγάλο πολιτισμικό και κοινωνικό πλούτο. Είναι ένας πλούτος που έρχεται από τα κάτω. Κατά κάποιο τρόπο, μοιάζει να είναι σε αντίθεση με την επίσημη πολεοδομία. Είναι αυτό που αποκάλεσα σε ένα βιβλίο μου για τα Βαλκάνια «εκδίκηση της ανατολίτικης πόλης». Η εκδίκησή της μοιάζει μερικές φορές με μια έκρηξη που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και επαναλαμβάνεται με διαφορετικές μορφές. Για να δώσω ένα παράδειγμα: το τέλος του ψυχρού πολέμου προκάλεσε μαζική έλευση προσφύγων και μεταναστών, κυρίως αυτών που αποκαλούμε Έλληνες του Πόντου, Έλληνες της πρώην ΕΣΣΔ. Μη μπορώντας να εκποιήσουν την περιουσία τους και να μεταφέρουν το αντίτιμο στην Ελλάδα, βρήκαν - με τη «συνενοχή» των ελληνικών αρχών-τον τρόπο να αγοράζουν προϊόντα στην πρώην ΕΣΣΔ, να τα εισάγουν στην Ελλάδα ως οικοσκευή, δηλαδή ως αντικείμενα που ανήκουν στη οικογένεια και εισάγονται ατελώς κατά την μετοικεσία, και να τα πωλούν σε εντελώς χαοτικές λαϊκές αγορές. Για αρκετά χρόνια είχαμε αυτές τις ποντιακές αγορές σε διάφορες συνοικίες, και κυρίως στο Μοναστηράκι, που μας έδιναν την εντύπωση ότι βρισκόμαστε στο παζάρι μιας ανατολίτικης πόλης. Βρισκόμασταν σε ένα χώρο με πολιτισμική ποικιλία, πλημμυρισμένο από ανθρώπους που έφερναν κάποια ανανέωση. Τώρα αυτές οι δραστηριότητες τελείωσαν, οι μετανάστες πούλησαν ό, τι είχαν να πουλήσουν. Έχουμε, αντίθετα, μια συνεχή έλευση μεταναστών από άλλους χώρους στην Αθήνα, που φέρνουν τα αρώματα και τα χρώματα ενός κόσμου ακόμη πιο ανατολίτικου. Είναι στοιχεία που επιτρέπουν κάπως την καταπολέμηση αυτού του οδοστρωτήρα, που είναι η κερδοσκοπία της γης και που ακολουθεί τους κανόνες του χρήματος και της αγοράς.
Κ.Κ.: Πώς μπορεί ένας πολεοδόμος να χρησιμοποιήσει τον πλούτο και την πολιτισμική ποικιλία που φέρνουν αυτά τα στοιχεία;
Γ.Π.:Δεν είναι θέμα πολεοδομίας γιατί αυτές οι δυνάμεις που έρχονται, στην πραγματικότητα μάχονται εκείνη την πολεοδομία που είναι προσαρμοσμένη στις δυνάμεις της αγοράς ή που λειτουργεί σε ένα επίπεδο ουτοπίας και απόστασης από τις πραγματικές δυνάμεις της αγοράς και της πόλης. Είναι μια μορφή αντίστασης. Είναι κύματα που εξαντλούνται, αφήνοντας όμως ένα κατάλοιπο. Κάθε κύμα φέρνει μια νέα στρώση, δίνοντας πραγματικό πλούτο σε όλες αυτές τις πόλεις. Πρόκειται γι αυτό που, στην πραγματικότητα, χαρακτηρίζει τις πόλεις: η πολυπλοκότητα και η ποικιλία της μνήμης και της ανάμνησης. Είναι φαινόμενα μακράς διάρκειας. Δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι σε μία ή σε δύο δεκαετίες η κατάσταση θα έχει μεταβληθεί από αυτές τις διαδοχικές στρώσεις. Μπορούμε να χαρούμε, μπορούμε να εκτιμήσουμε την ατμόσφαιρα, μπορούμε να συμμετάσχουμε, μπορούμε να ζήσουμε στιγμές αγαλλίασης με αυτή την εισβολή ατίθασων στοιχείων, δεν μπορούν όμως αυτά τα φαινόμενα να επιλύσουν τα μεγάλα προβλήματα της πόλης. Η ανάγκη ενός συνειδητού παίκτη είναι θεμελιακή. Είναι απαραίτητο να υπάρξει ένα πολιτικός παράγων ικανός να εκπροσωπήσει το συλλογικό αγαθό, ένα αγαθό που μπορεί να υπερβεί τους κατοίκους και να υπηρετήσει πιο μακροπρόθεσμα την ψυχή της πόλης, το δυναμικό της, προσπαθώντας να το σώσει. Γι’ αυτό πιστεύω ότι έχουμε ανάγκη να ανοιχτούμε, να βγούμε από την ελληνική εθνική ή εθνικιστική λογική που θεωρεί ότι διαθέτει τη μονοπωλιακή ιδιοποίηση αυτού που συμβολίζει αυτός ο χώρος. Πρέπει να σταματήσουμε να εκποιούμε τους πολιτισμικούς μας θησαυρούς έναντι του πινακίου φακής της οικοπεδοποίησης, της αντιπαροχής, της πελατειακής πολιτικής που υπηρετεί τα μικροσυμφέροντα έναντι ψήφων. Να δώσουμε την Αθήνα στην Ευρώπη και τον κόσμο, ζητώντας παράλληλα τη συμβολή του για να σώσουμε την Αθήνα από τον εαυτό της.