Δεν θα αναφερθώ σε οντικά ζητήματα, αλλά αποκλειστικά σε κανονιστικά. Δεν με νοιάζει ποιος πλένει τα πιάτα στο σπίτι και ποιος φέρνει τις παντόφλες, ποιος είναι ο κουβαλητής και ποιος καθαρίζει για λογαριασμό του άλλου με την αρειμάνια μαγκιά του, ποιος ξεσκατώνει το μωρό και ποιος σκίζει τα ξύλα για την σόμπα. Αυτά είναι δουλειά των κοινωνιολόγων του δικαίου, των εγκληματολόγων και των μεσημβρινών εκπομπών κλάψας.
Απαριθμώ λοιπόν τις σεξιστικές, ρατσιστικές υπέρ των γυναικών ρυθμίσεις του ισχύοντος ελληνικού δικαίου (οι οποίες σημειωτέον δεν καλύπτονται ούτε ως λεγόμενες «θετικές διακρίσεις» από το άρ. 116 παρ. 2 Συντ., γιατί ισχύουν από παλιά), τις οποίες φυσικά καμία οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έκανε ποτέ τον κόπο να καταγγείλῃ:
Οι γυναίκες δεν στρατεύονται, κατά παράβαση του άρ. 4 παρ. 6 Συντ. Οι άντρες ναι.
Οι γυναίκες δικαιούνται άδεια μητρότητας. Οι άντρες όχι.
Οι γυναίκες, τέκνα συνταξιούχων αποβιωσάντων δημοσίων υπαλλήλων, δικαιούνται την σύνταξή τους. Οι άντρες όχι.
Οι γυναίκες συνταξιοδοτούνται αρκετά χρόνια νωρίτερα από τους άντρες. Ευτυχώς όχι για πολύ ακόμα.
Οι γυναίκες (όχι απλώς οι μητέρες!) δικαιούνται να διασωθούν πρώτες σε περίπτωση φυσικών καταστροφών, πλημυρών, ναυαγίων κ.τ.τ. Οι άντρες όχι.
Εκείνο που φαίνεται να διαφεύγει την κατανόηση των δήθεν υπερασπιστών των γυναικείων δικαιωμάτων είναι το εξής: όλες αυτές οι διατάξεις θεσπίστηκαν σε εποχές στις οποίες κυριαρχούσε ένα ωρισμένο κοσμοείδωλο της γυναίκας. Η γυναίκα ήταν αδύναμη, φιλάσθενη, με ανίσχυρη βούληση, χρειαζόταν πάντα ένα ισχυρό προστάτη, κάτι σαν ένα μεγάλο μωρό δηλαδή. Οι διατάξεις που ευνοούσαν τον άντρα αφέντη, τον άντρα κεφαλή, τον άντρα πολεμιστή, τον άντρα δημιουργό αντικατοπτρίζονταν σε σύστοιχες διατάξεις προωρισμένες για την προστασία της γυναίκας εξαρτήματος, της γυναίκας υπηκόου, της γυναίκας παιδομηχανής. Το ίδιο ακριβώς κοσμοείδωλο εξακολουθούν να αναπαράγουν και σήμερα, παρά την συνταγματική επιταγή της ισότητας των φύλων, την οποία στο νομοθετικό επίπεδο περιφρονούν. Δεν ξέρω αν η κοινωνία έχῃ ωριμάσει αρκετά για να αποδεχθῄ την πλήρη ισότητα, ξέρω όμως ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος νομικώς.
Η προίκα μπορεί να καταργήθηκε, αλλά τα προικιά της ανισότητας ζουν και βασιλεύουν.