Βιβλιοκριτική
Αναρωτιόμουν συχνά και απορούσα ειλικρινά βλέποντας σε επίκαιρα του μεσοπολέμου τον Μουσολίνι να αγορεύει από κάποιο μπαλκόνι της Ρώμης –για τις ανάγκες της τηλεοπτικής σειράς «Πανόραμα του Αιώνα» όλα αυτά, πολλά χρόνια πριν– πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια οι Ιταλοί με αυτόν τον απίστευτο Kαραγκιόζη και τις εντελώς φτηνές, teatrale, πόζες του. Πώς ήταν δυνατόν να τον ανέχτηκαν. Δεν «επιχειρηματολογούσα» εναντίον του, δεν προσπαθούσα εκείνη τη στιγμή να πείσω κάποιον άλλον. Μόνος μου ήμουν και πραγματικά απορούσα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, φαντάζομαι, σε κάποιο μελλοντικό χρονικό σημείο, όχι πολύ μακρινό θέλω να ελπίζω, θα βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι μπροστά σε ιδίου τύπου ερωτήματα –οι άλλοι δεν απορούν, το διασκεδάζουν ήδη– σχετιζόμενα με τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και τον ευθέως πολιτικό λόγο και ρόλο της Εκκλησίας. Πώς ήταν δυνατόν; Πώς μπορούσε οκτώ χρόνια μετά τον δεύτερο και απείρως αποκαλυπτικότερο γύρο στο ματς Εκκλησίας - Ελληνικής Πολιτείας, που εγκαινίασε με την εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1998, να εξακολουθεί να παραμένει ισχυρός παράγοντας της ελληνικής πολιτικής ζωής, ένας άνθρωπος που αποτελεί το προφανέστερο «κουσούρι» του πολιτικού μας συστήματος και αντιπροσωπεύει τη συλλογική μας ντροπή. Πολιτικών τε και πολιτών. Ιδίως εκείνων που ειρωνεύονται ή καταγγέλλουν (και καλά κάνουν) το «βαθύ κράτος» στην… Τουρκία...
*Κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε τη συνέχεια και να σχολιάσετε*