Ένα από τα πιο προβεβλημένα επιχειρήματα και ταυτόχρονα μια από τις μεγαλύτερες πλάνες των εχθρών των ελεύθερων αγορών είναι ότι αργά ή γρήγορα η ελεύθερη οικονομία οδηγεί σε ύφεση. Και προς επιβεβαίωση των λόγω τους φέρνουν το κραχ του 1929 και την Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε. Το κραχ του 1929 παρουσιάζεται ως η οριστική απόδειξη των εγγενών αδυναμιών του laissez-faire καπιταλισμού και αποτελεί μια από τις κύριες αφετηρίες της προσπάθειας ιδεολογικής νομιμοποίησης του σύγχρονου κρατικού παρεμβατισμού. Κι όμως, ήταν ακριβώς ο κρατικός παρεμβατισμός και που οδήγησε στο χρηματιστηριακό κραχ και ήταν οι παρεμβατικοί μηχανισμοί που μετέτρεψαν μια χρημαστηριστιακή κρίση σε παγκόσμια ύφεση!
Είναι φυσιολογικό μια επιχείρηση ή ένας κλάδος της οικονομίας να παρουσίαζει περιοδικά σκαμπανεβάσματα στη αποδοτικότητά του. Μια πτώση στην ζήτηση, τα περιθώρια κέρδους, τις επενδύσεις ή της απασχόλησης σε κάποιο κλάδο δημιουργεί αυτόματα προϋποθέσεις μεταφοράς κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού σε άλλους κλάδους που εμφανίζονται ελκυστικότεροι και πιο αποδοτικοί. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει την διαρκή ανανέωση, βελτίωση και εξέλιξη της παραγωγής τιμωρώντας τις λανθασμένες επιχειρηματικές επιλογές και τις αντιπαραγωγικές επενδύσεις. Αυτή η διαρκής μετακίνηση πόρων και η αναζήτηση της μεγαλύτερης αποδοτικότητας είναι η δύναμη που οδηγεί στην εξέλιξη.
Όταν οι αγορές λειτουργούν χωρίς παρεμβατικές ρυθμίσεις, έχουν τις ασφαλιστικές δικλείδες ώστε αυτή η διαδικασία να μην οδηγεί σε καταστροφές. Και αυτές είναι το τραπεζικό σύστημα και οι υπόλοιποι επενδυτικοί μηχανισμοί. Αυτοί όμως δεν έχουν άπειρα αποθεματικά. Και η ανάγκη τους να διασφαλίσουν και την ασφάλεια και την απόδοση των κεφαλαίων που δανείζουν (και που είναι η κύρια πηγή των νέων επενδύσεων) τους αποτρέπει από την υπερβολική έκθεση σε υψηλού ρίσκου επιχειρηματικές κινήσεις. Ο περιορισμός των κεφαλαίων είναι ο μηχανισμός που επιβάλλει τον εξορθολογισμό του δανεισμού.
Το σύστημα, στις ΗΠΑ, λειτουργούσε ικανοποιητικά μέχρι το 1913 (με εξαίρεση τις κρίσεις πληθωρισμού του χρυσού) οπότε και κόπηκαν τα φρένα του συστήματος, όταν η δημουργία της FED κατήργησε τους περιορισμούς δανεισμού, και έκανε την προσφορά χρήματος πολύ ευκολότερη. Επιπλέον, η κρατική διασύνδεση των τραπεζών κατήργησε τα προστατευτικά στεγανά μεταξύ τους, επιτρέποντας τα οικονομικά προβλήματα μιας τράπεζας (αποτέλεσμα των αποτυχημένων οικονομικών και επιχειρηματικών της επιλογών) να κλυδωνίζει το σύνολο του τραπεζικού συστήματος. Δημιούργησε ένα κρατικά ελεγχόμενο τραπεζικό "Τιτανικό" που απλά αναζητούσε το οικονομικό του παγόβουνο. Και το παγόβουνο δεν άργησε να εμφανιστεί.
Η προσφορά χρήματος άρχισε να εξαρτάται πλέον από τις αποφάσεις κάποιων σχεδιαστών, των οποίων τα κίνητρα δεν ήταν πάντα οικονομικά. Η πολιτική πάτησε το καταστροφικό της πόδι. Πχ το 1925 η Αγγλία αποφάσισε να επιστρέψει στον κανόνα του χρυσού. Ο τότε διοικητής της FED, με απολύτως πολιτικά κριτήρια, αποφάσισε να ρίξει τα επιτόκια για να ισχυροποιήσει την στερλίνα. Αυτό οδήγησε την ανθούσα οικονομία σε μια τεχνητή υπερθέρμανση.
Όσο τα επιτόκια ήταν τεχνητά χαμηλά ο δανεισμός για επενδύσεις στο χρηματιστήριο ήταν απίστευτα ελκυστικός οδηγώντας τις τιμές στα ύψη. Οι εταιρίες εμφάνιζαν μεγάλα κέρδη αφού το κόστος των επενδύσεων ήταν μειωμένο και οι επενδυτές είχαν φτηνό χρήμα για να αγοράσουν μετοχές. Η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη όταν το 1927 η FED χαμήλωσε κιάλλο τα επιτόκια για να βοηθήσει πολιτικά την Αγγλία που αντιμετώπιζε τότε πρόβλημα. Η κατάσταση που επικράτησε στην δεκαετία του '20 μετά των Α'ΠΠ είναι παρόμοια με αυτά που ζήσαμε στην Ελλάδα την περίοδο 1997-2000. Η υπερπροσφορά χρήματος και η ευφορία που δημιούργησε οδήγησε με μια αποσύνδεση με την πραγματικότητα.
Η κρίση του 1929 δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας υπερεπενδύσεων χωρίς κανένα έλεγχο της οικονομικής τους αποδοτικότητας, έχοντας κομμένα τα φρένα των μηχανισμών της ελεύθερης αγοράς χάρη στον κρατικό παρεβατισμό.
Και η προσγείωση ήρθε ανώμαλα όπως ήταν εντελώς φυσικό. Αν οι τράπεζες λειτουργούσαν σε ένα ελεύθερο καθεστώς, χωρίς την δυνατότητα να δανείζονται από το κράτος, η στρόφιγγα του αέρα που μεγάλωσε τη φούσκα θα είχε κοπεί πολύ νωρίτερα με πολύ μικρότερης έντασης διακυμάνσεις. Ακόμα όμως και κάποιες τράπεζες να είχαν οδηγηθεί στην υπερβολή, αυτό δεν θα επηρέαζε τόσο τις υπόλοιπες. Ακόμα όμως και αυτή απότομη επιστροφή στην οικονομική πραγματικότητα με την κατακόρυφη πτώση των προσδοκιών και αντίστοιχα των τιμών των μετοχών, δεν είχε κανένα λόγο να οδηγήσει σε κατάρρευση την οικονομίας, αν δεν είχε μπει πάλι στη μέση το παρεμβατικό χέρι του κρατικού παρεμβατισμού.
H πτώση της αξίας των μετοχών δημιούργησε επισφάλιες σε πολλές τράπεζες που είχαν υπερδανείσει χρήματα. Όμως η αλήθεια είναι ότι μέχρι το Νοέμβριο του 1930 (δηλαδή 13 μήνες μετά τό κραχ του Οκτωβρίου του 1929) τίποτα δεν έδειχνε πόσο άσχημα θα εξελιχθούν τα πράγματα. Η κατάσταση προκάλεσε και επιδείνωσε η τραγική πολιτική της FED. Η παρέμβασή της να αυξήσει τα επιτόκια ήταν εξίσου καταστροφική όσο οι επιλογές της νωρίτερα να τα ρίξει. Αυτό δημιούργησε την κρίση ρευστότητας που οδήγησε πολλές τράπεζες σε αναστολή λειτουργίας και κρίση έλλειψης εμπιστοσύνης των καταθετών με μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων. Οι χρεωκοπίες τραπεζών εκτοξεύτηκαν στα ύψη, μειώνοντας την προσφορά χρήματος και βαθαίνοντας την ύφεση.
Πάνω στις ήδη καταστροφικές επιλογές, ήρθε να προστεθεί ανάκαμψη του προστατετισμού, που μείωσε δραματικά το παγκόσμιο εμπόριο ενισχύοντας την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Η δε λύση που εφαρμόστηκε (και μυθοποιήθηκε), αυτή της αυξημένης σπατάλης κρατικών χρημάτων σε αντιπαραγωγικές επενδύσεις (σε σημείο να ξηλώνουν πλακόστρωτους δρόμους για τους ξαναπλακοστρώσουν απλά για να δίνουν μισθούς στους εργάτες) δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να παρατείνει την κρίση (η οποία τελικά ξεπεράστηκε με τον πόλεμο). H αύξηση των φόρων εισοδήματος που την χρηματοδότησαν (1.5% σε 4% για τα χαμηλά εισοδήματα και από 25% σε 63% για το ανώτερο τμήμα της κλίμακας) μηδένισαν τις ιδιωτικές επενδύσεις που, προσπαθώντας να μεγιστοποιήσουν την απόδοσή τους, θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την κρίση.
Όπως έχει αποδείξει ο Milton Friedman η οικονομική ανάπτυξη συνδέεται άμεσα με την προσφορά χρήματος και η ρύθμιση της προσφοράς χρήματος μπορεί να αντιμετωπίσει την στασιμότητα (βέβαια υπεβολική προσφορά δημιουργεί πληθωρισμό και ανεπαρκής αποπληθωρισμό). Αλλά αυτό είναι μια θεωρητική δυνατότητα που βασίζεται στην υπόθεση ότι ο εκάστοτε σχεδιαστής είναι απόλυτα ενημερωμένος για την οικονομική κατάσταση, είναι απόλυτα ικανός να χειριστεί ένα τόσο επικίνδυνο εργαλείο και ότι η αποφάσεις του έχουν γνώμονα αυτό το κριτήριο και μόνο (και όχι άλλες πολιτικές σκοπιμότητες). Καλύτερα οι ασφαλιστικές δικλείδες της ελεύθερης αγοράς παρά η ακροβατικές ικανότητες σχεδιαστών-μάγων. Όπως ειπώθηκε πρόσφατα ακόμα και για τον επιτυχημένο σε γενικές γραμμές Alan Greenspan: "Better Than Predecessors, Not As Good as Gold".
Η ιστορία του 1929 και της μετέπειτα ύφεσης δεν αποτελεί καθόλου απόδειξη της εγγενούς αστάθειας των ελεύθερων αγορών αλλά πώς η συγκεντρωμένη εξουσία (εδώ η ρύθμιση των επιτοκίων) στα χέρια λίγων σχεδιαστών μπορεί να αποβεί καταστροφική.
4 σχόλια:
Το γεγονός ότι μετά το 1929 δεν είχαν οι ΗΠΑ (αλλά και ο κόσμος ολόκληρος!) άλλη τέτοια παρόμοια περίπτωση «κραχ» αποδεικνύει περίτρανα τη θεωρία του Friedman και τα παθήματα που έγιναν μαθήματα.
Η κρίση των ασιατικών χρηματιστηρίων και το σκάσιμο της dotcom φούσκας πριν κάποια χρόνια δε μπορούν να θεωρηθούν κραχ παγκοσμίων διαστάσεων σε καμία περίπτωση. Φυσικά ήταν διαφορετικοί και οι λόγοι που οδήγησαν σ'αυτά, οπότε πάλι δε φταίει η ελεύθερη αγορά.
Χμμ, υπό αυτά τα δεδομένα αισθάνομαι την ανάγκη να παραδεχτώ ότι πιθανόν να έχεις δίκιο.
γενικα για το Κραχ καλα τα λες, αλλα δυστυχως με τον χρυσο δυσκολα θα συμφωνησω. Δεν μαρεσει ενα συστημα που εξαρταται απο το αν θα βρεθει κατα τυχη μια μεγαλη φλεβα χρυσου καπου στην Αφρικη.
Νομιζω οι Κεντρικες Τραπεζες εχουν μαζεψει πια αρκετη εμπειρια και το κυριοτερο αυτονομια ωστε να τις εμπιστευομαστε...
Δεν νομίζω οτι κάποιος αρνείται οτι οι κυβερνητικές πολιτικές πολύ συχνά μπορούν να αποδειχτούν καταστροφικές για μία οικονομία. Ωστόσο τα παραδείγματα που αναφέρεις δεν αποδεικνύουν (ούτε κάν συνεισφέρουν σε μία τέτοια απόδειξη) οτι το καθεστώς laissez faire είναι καλύτερο από οποιαδήποτε άποψη σε σχέση με ένα παρεμβατικό καθεστώς μεικτής οικονομίας.
Κοινότυπο παράδειγμα που μου έρχεται κατευθείαν στο νου: η ανάκαμψη της Αμερικανικής οικονομίας την δεκαετία του '30, η οποία προήλθε σε μεγάλο βαθμό από κυβερνητική πρωτοβουλία και πολιτική (το New Deal). Αν μάλιστα δει κανείς τη σχέση πραγματικού ΑΕΠ - κυβερνητικής μέριμνας την περίοδο εκείνη δεν μπορεί παρά να δεχτεί τη βαρύτητα αυτής της πολιτικής για την αμερικανική ανάκαμψη.
Και επειδή ανέφερες το χρυσό, σου υπενθυμίζω οτι η Μεγάλη Βρετανία άρχισε να ανακάμπτει (σε πραγματικό ΑΕΠ) όταν έφυγε από τον Χρυσό Κανόνα, όχι όσο έμεινε μέσα (viz. από το 1931 και έπειτα).
Εν ολίγοις, πολύ συχνά οι αγορές έχουν την τάση να αυτοσταθεροποιούνται, οδηγώντας τιμές και ποσότητες σε ισορροπία. Ωστόσο εξίσου συχνά τείνουν να αποσταθεροποιούν και να συντηρούν ανισορροπίες για χρόνια, κυρίως λόγω του αυτοεκπληρούμενου χαρακτήρα των των ανθρωπίνων προσδοκιών.
Η πεποίθησή σου οτι η αγορά τείνει να σταθεροποιείται πάντα σε κάποιο σημείο ισορροπίας, ή οτι πάντα οδηγεί σε βέλτιστα αποτελέσματα αντιβαίνει σε πάμπολλα θεωρητικά και εμπειρικά στοιχεία. Σε πολλές περιπτώσεις οι κυβερνήσεις μπορούν και πρέπει να παίζουν διορθωτικό ρόλο.
Δημοσίευση σχολίου