Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (άρ. 21 παρ. 1 Ν. 3028/2002), όλα τα αρχαία κινητά που ανευρίσκονται εντός της ελληνικής επικράτειας ανήκουν στο ελληνικό κράτος. Ως εδώ ας πούμε καλώς. Θα μπορούσε να αμφισβητηθῄ θεωρητικώς ο αποκλεισμός της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα αρχαία αντικείμενα, αλλά δεν θα ακολουθήσω εδώ αυτήν την γραμμή επιχειρηματολογίας.
Θέλω αντιθέτως σε αυτό το άρθρο να εξερευνήσω την δυνατότητα συνεργασίας του Υπουργείου Πολιτισμού με ιδιώτες στο πεδίο των ανασκαφών.
Ένας ιδιώτης θα μπορούσε να συμμετάσχῃ φυσικά σε μια κρατική ανασκαφή ως χορηγός (αναφέρομαι φυσικά σε κάποια άλλη χώρα και όχι στην κάποτε πατρίδα της χορηγίας και σημερινή μεγαλύτερη εχθρά της Ελλάδα). Με ενδιαφέρει όμως κάτι παραπάνω: μια ιδιωτική ανασκαφή υπό κρατική επίβλεψη.
Υποστηρίζω ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα συνιστούσε μια αμοιβαίως επωφελή συμφωνία. Γιατί να το επιτρέψῃ το κράτος είναι μάλλον απλό να συναχθῄ: δει χρημάτων. Το Υπουργείο μπορεί κάλλιστα να αναθέσῃ σε ένα ιδιώτη με τους απαιτούμενους πόρους την εκτέλεση των εργασιών και να επιβλέψῃ την πρόοδό τους μέσῳ της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Το ενδιαφέρον όμως είναι να δώσουμε ένα κίνητρο στον ιδιώτη να χρηματοδοτήσῃ μια εργασία τόσο δαπανηρή και χρονοβόρα όσο η ανασκαφή.
Το κίνητρο δεν μπορεί να είναι άλλο από το κέρδος. Και το κέρδος θα μπορούσε να επιτευχθῄ με δύο βασικά τρόπους.
Πρόταση δεύτερη:
Ο πρώτος είναι η διαχείριση και εκμετάλλευση του αρχαιολογικού χώρου μετά την ανασκαφή. Όπως ακριβώς ιδιωτικές εταιρείες κατασκευάζουν ένα αυτοκινητόδρομο και εισπράττουν τα διόδια επί π.χ. εικοσαετία, έτσι ακριβώς μια ιδιωτική αρχαιολογική εταιρεία θα μπορούσε να αποσβέσῃ την επένδυσή της και να απολάβῃ κέρδος από την είσπραξη των εισιτηρίων, τις πωλήσεις αναμνηστικών και αντιγράφων, ενδεχομένως από ένα εστιατόριο ή ξενοδοχείο στον παρακείμενο χώρο κ.λπ.
Συχνά όμως αυτό δεν θα είναι αρκετό, ενόψει του ότι οι μείζονες αρχαιολογικοί χώροι έχουν λίγο πολύ ανασκαφεί. Στην περίπτωση αυτή νομίζω ότι μπορούμε να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα.
Πρόταση τρίτη:
Γιατί να μην εκχωρηθῄ στον ανασκαφέα το δικαίωμα να εμπορεύεται όσα ευρήματα τυχόν κρίνωνται μη σπουδαίας αρχαιολογικής αξίας από μια αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου; Πολύς κόσμος δεν συνειδητοποιεί ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ευρημάτων μιας ανασκαφής έχει μηδαμινή επιστημονική ή αισθητική αξία και προορίζεται κυρίως όχι βέβαια για έκθεμα σε μουσείο, αλλά για περιεχόμενο αποθηκών. Εγώ προτείνω μετά την ανασκαφή, την αποθήκευση, που περιλαμβάνει φωτογράφιση και καταλογογράφηση την πιθανή συντήρηση, την μελέτη και ενδεχόμενη δημοσίευση, όσοι λύχνοι, χάντρες, αμφορίσκοι και λοιπή αρχαία σαβούρα δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, να παραχωρήται στον ιδιώτη προς πώληση.
Σε μια τέτοια παραχώρηση της κυριότητας φυσικά θα υπάρχουν σοβαροί περιορισμοί, που θα αποσκοπούν στην διατήρηση του ευρήματος στην καλύτερη δυνατή κατάσταση (αρχή της συντήρησης), στον έλεγχο της πορείας του μέχρι τον τελικό αποδέκτη (αρχή της ανιχνευσιμότητας) και στην διαθεσιμότητά του για πιθανή μελλοντική επιστημονική αξιοποίηση (αρχή της διαθεσιμότητας). Απαγορεύεται π.χ. η φθορά ή η καταστροφή του αρχαίου, απαιτείται άδεια του δικαιοπαρόχου για την μεταβίβαση της κυριότητας, απαγορεύεται η ενεχύραση, παραχωρείται στο ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού δικαίωμα προτιμήσεως.
Εύλογα θα αντέτεινε κανείς ότι κανείς δεν πρόκειται να ενδιαφερθῄ για αντικείμενα χωρίς αρχαιολογική αξία, και μάλιστα οι μεγάλοι συλλέκτες και τα αρχαιολογικά μουσεία του εξωτερικού. Αυτό φαίνεται πιθανόν, ενδεχομένως μάλιστα να καθιστᾴ την πρότασή μου μη βιώσιμη οικονομικά, δεν μπορώ να ξέρω εκ των προτέρων. Εκείνο που δεν είναι παράλογο όμως είναι η πώληση πολλών και φτηνών σε πολλούς αντί λίγων και ακριβών σε λίγους, με άλλα λόγια η «εκλαΐκευση» της κατοχής αρχαίων αντικειμένων.
Η αρχαιοκαπηλεία γενικά βασίζεται στην ανισορροπία προφοράς και ζήτησης αρχαιολογικών αντικειμένων, την οποία προκαλεί ακριβώς το κρατικό μονοπώλιο ιδιοκτησίας επί των αρχαίων, με αποτέλεσμα να μην ικανοποιήται η ζήτηση του ιδιωτικού τομέα. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που παρατηρείται πάντοτε σε ανάλογες περιπτώσεις, δηλαδή η μαύρη αγορά: αρχαιοκαπηλεία, λαθρανασκαφές, διαφθορά κ.λπ. Αλλά όχι μόνο: ο γεωργός που ανακάλυψε την Αφροδίτη της Μήλου και πλούτισε ο ίδιος και την προσέφερε στην ανθρωπότητα. Ο εγγονός του όμως που, χτίζοντας το σπίτι του, τυχόν ανακάλυψε τα θεμέλια κάποιου ρωμαϊκού κτίσματος, αντί να θεωρήσῃ ότι βρήκε θησαυρό, ασφαλώς θα βιάστηκε να τα γκρεμίσῃ...
Με την πρότασή μου το πρόβλημα θεωρώ ότι αντιμετωπίζεται στην ρίζα του, διότι α) οι τιμές των προς πώλησιν αρχαίων θα μειωθούν λόγῳ της νομιμότητάς τους, άρα οι πιθανοί αρχαιοκάπηλοι χάνουν πολύ από το κίνητρό τους, β) οι τόποι λαθρανασκαφών θα αντικατασταθούν σε πολύ μεγάλο ποσοστό από νόμιμες ιδιωτικές ανασκαφές υπό κρατική επίβλεψη, άρα η ουσιαστικά μόνη πηγή προς πώλησιν αρχαίων αντικειμένων θα εκλείψῃ, άρα οι πιθανοί αρχαιοκάπηλοι χάνουν και την πρώτη ύλη τους. Δεδομένου ότι αυτή η πρώτη ύλη του εμπορίου τους δεν είναι απεριόριστη ούτε ανανεώσιμη, μακροπρόθεσμα η αρχαιοκαπηλεία θα εκλείψῃ ή εν πάσῃ περιπτώσει θα χάσῃ πολλή από την σημασία της.
Μόνο πιθανό πρόβλημα είναι φυσικά η πανταχού παρούσα νεοελληνική διαφθορά. Ας σκεφτούμε όμως: εφόσον εμπιστευόμαστε τους Έλληνες αρχαιολόγους να ανασκάπτουν μόνοι τους, χωρίς να λογοδοτούν παρά στην συνείδησή τους και στην επιστημονική κοινότητα, γιατί δεν τους εμπιστευόμαστε ως επόπτες των ανασκαφών άλλων; Περιττό να υπογραμμίσω πόσο ωφέλιμη θα μπορούσε να είναι η σχέση ιδιωτών αρχαιολόγων, εργαζόμενων σε ιδιωτικές αρχαιολογικές εταιρείες, και κρατικών αρχαιολόγων, εποπτών εκ μέρους του Υπουργείου Πολιτισμού (στην περίπτωση της Ελλάδας ίσως θα έπρεπε να λέγεται Υπουργείο Εκπολιτισμού βέβαια).
Γι’ αυτά πολεμήσαμε, έγραψε ο μέγας Μακρυγιάννης. Ασφαλώς. Πολεμήσαμε για να έχουμε την πολύτιμη ελευθερία να τιμάμε, να αγαπάμε και να αγαλλώμαστε με τα σημάδια που άφησαν οι πρόγονοί μας μέσα στον ιστορικό χρόνο. Και ο καλύτερος τρόπος να αυξήσουμε αυτήν την ελευθερία είναι αυτός που περιέγραψα στο κείμενο.